United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ σαν το είδ' αυτό, έκαμα να σηκωθώ, και μου ήρθε σα λιγοθυμιά, κ' έπεσα πίσω με τ' αδράχτι στο χέρι. Μήτε να φωνάξω δεν πρόφταξα. Μα είμουνα γερή γυναίκα, και δεν πρέπει να βάσταξε πολύ η λιγοθυμιά. Σαν άρχισα να συνεφέρνω, κατάλαβα πως γυρεύανε να με σηκώσουν και να φύγουνε.

Η κόρη σου είναι εδώ κοντά. Θα τη φωνάξω.. . Άφισέ με να φωνάξω . .. Όχι. Δε θα τη φωνάξης. Δε θέλω. Όλα είναι μάταια. Εγώ πεθαίνω ευχαριστημένος. Αχ! Αυτό το γέλιο! Άφισέ με νακούσω! Πνίγομαι γιατρέ, πνίγομαι . .. Μα όχι! δεν μπορώ να σ' αφίσω έτσι. Άφισέ με. Δεν μπορώ να σ' αφίσω έτσι με σταυρωμένα τα χέρια . . . Θα φωνάξω την κόρη σου. Άφισέ με νακούσω. Αχ! αυτή η μουσική τι καλό που μου κάνει.

Και αν όλοι το δεχθήτε, δεν θα είπω Ν α ι εγώ. . . Θα φωνάξω, θα πνιγώ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα ολίγα τούτα λόγια σ' όλους έφεραν την φρίκην, Και ο Βάδιγκτων τους είπε να γραφή εις την συνθήκην, Πως οφείλει ο Σουλτάνος, δίχως νέας αντιρρήσεις, Εις τους έλληνας να κάμη τας γνωστάς παραχωρήσεις.

Και καθώς πολεμούσα να σαλέψω, ν' απλώσω τα χέρια, ν' ανοίξω το στόμα, και να φωνάξω πως τακούγω τα σπαραχτικά της τα λόγια, κατέβαιναν άλλα λόγια πιο τρομερώτερα και ταποσβόλωναν το κορμί μου.

Κι' αφορμής συχνά το κάνουν, Και αυτά κακό δε βάνουν. Αμ εγώ, κυρ Γάιαδρέ μου Που δεν έμαθα ποτέ μου Από όλ' αυτά κανένα, Τι καλό θωρώ για μένα; Και τι άλλο όχ το μαχαίρι Του αφέντη μου το χέρι Καρτερώ για να μου δώση, Όπου να με ξεφορτώση; Αν φωνάξω δε σου φταίγω, Άφινέ με καν να κλαίγω, Κι' ως μπορώ να ξεθυμάνω, Επειδή και θα πεθάνω.

Όταν συνήρθανε λιγάκι, άκουσα τη γυναίκα του χειρούργου να λέη στον άντρα της: — Γιατί, καλέ μου, σου κατέβηκε να κάνης ανατομία σ' έναν αιρετικό; δεν ξέρεις, πως ο διάβολος κατοικεί πάντα μέσα στο σώμα αυτών των ανθρώπων; Πάω γρήγορα να φωνάξω έναν παπά να τον ξορκίση. Μ' έπιασε τρεμούλα, σαν άκουσα αυτήν την απόφαση κ' έμασα τις λίγες δυνάμεις, που μ απόμειναν, για να φωνάξω: — Λυπηθήτε με!

Έχουν τα λόγια σου της Μοίρας τη δύναμη, κι ό,τι να πω κι ό,τι να φωνάξω, το βλέπω πως θα γίνη το θέλημά σου, παιδί μου. Γραφτό της είνε της μάννας να φέρνη στον κόσμο χαρές, και να καταπίνη φαρμάκια. Γεννάς, αναθρέφεις και χάνεις! Βλέπω και δε βλέπω το σύννεφο που μαυρίζει ομπροστά μου. Η ψυχή μας δεν τις χωρεί τις μεγάλες τις συφορές.

Αλλά τι πρέπει να πράξωμεν και πώς να ανιχνεύσωμεν τα θηρία; ΗΡΑΚΛ. Αυτό ανήκει εις εσέ, ω Ερμή, διότι είσαι κήρυξ και πρέπει ν' αρχίσης να διακηρύττης. ΕΡΜ. Αυτό δεν είνε δύσκολον, αλλά δεν γνωρίζω τα ονόματά των. Λοιπόν συ, Φιλοσοφία, λέγε ποίους να φωνάξω και τα γνωρίσματα ενός εκάστου.

ΚΡΗΣ. Ο θιος δεδίμ και ο λόγος σου να γιάν' ως το σαββάτο, κουρπάνι σφάζω κια ολιάς ένα κριό βαρβάτο. ΚΑΝ. Πέντε κριάργια να σφαγούν δέκα για τη ζωή σου, Να τα μοιράσης στους φτωχούς όλα για τη ψυχή σου. ΓΑΡ. Για ο ντετόρος μας περνά θέλεις να τον φωνάξω; ΚΑΝ. Φώναξέ τον, μανούλα μου. ΓΑΡ. Στέκα να τον κράξω. Η Γαρούφω και ο Ιατρός. ΓΑΡ. Ξεχώτατε, ξεχώτατε.. 'δώ για.. απάνου έλα.

Έβαλε εκεί το ποδήλατό του και άρχισε να λύνει την βαλίτσα χτυπώντας την με ένα μαντήλι για αν διώξει τη σκόνη. Η Νοέμι σκεφτόταν: «Πρέπει να φωνάξω την θεια-Ποτόι, να την στείλω στον Έφις…. Πώς να κάνω μόνη μου; Α, εκείνες ήξεραν ότι θα ερχόταν και με άφησαν μόνη…