United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βεβαίως θα μαντεύης πως δεν θα σε προικίσω, μαντεύεις ο μπαμπάς σου πως είναι ποιητής, και στίχους ποιος θα θέλη γαμβρός να του μετρήσω, και μάλιστα αν τύχη κομψός υφηγητής; Εις τους κυρίους γέλα με βλέμματα γλυκά, μήπως γελάσης κάποιον, μονάκριβη μου κόρη, ούτε στιγμή μη λείπης απ' τα εμπορικά, κλέβε και κάπου κάπου κανέν επανωφόρι.

Θα ψυχομαχώ. Να φωνάξω, νάρθη κανένας! Δεν έχω φωνή. Να σηκωθώ, να τρέξω, να φύγω. Δεν μπορώ. Πιάστηκαν τα πόδια μου από το φόβο. — Έχω πιστόλι στο σερτάρι. Για να δω! Τέσσερεις και κάρτο. Θέλω να καθήσω ήσυχα στο κρεββάτι, να μετρήσω τα καρδιοχτύπια μου ένα ένα, ώςπου να σωθούνε. Να κάμω κουράγιο. Τι να παλαίβω τώρα; Έγινε πια το κακό. Σε λίγη ώρα... Είναι σαν τα κύματα που τρεμοπηδάνε.

Δώσε δω και δώσε κει μου φάγανε το βιος μου. Στους δρόμους θα μείνω. Να σου δώσω διακόσιες δραχμές, να μου δώσης και συ ένα αμανάτι Δεν το ξέρεις, Νικόλα παιδί μου· ζωή και θάνατος είνε σ' αυτόν τον κόσμο. Να μου φέρης το αμανάτι και να σου μετρήσω τις διακόσιες δραχμές να κάνης τη δουλειά σου. Διάφορο δε θέλω από σένα· τον καφέ μου και τον καπνό μου να μου πλερώνης κάθε μέρα.

Άφησε τώρα της ιδέαις γι' αύριο, κ' έλα να κοιμηθήςΜου έρχεται ιδέα . . να μετρήσω τα τάλλαρα. — Να τα μετρήσης; και γιατί; πού σου ήλθε; — Να ιδώ, είνε σωστά πεντακόσιας ή με γέλασε ο κυρ Μαρής; — Να σε γελάση ο άνθρωπος; γιατί να σε γελάση, αφού σου τα χάρισε; Δεν σούδινε, σαν ήθελε, λιγώτερα; Ο Δημήτρης έμεινεν επί στιγμήν σιγών, κύπτων υπό το βάρος της ακαταγωνίστου εκείνης ευθύτητος.

Και όταν πάλι το φθινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν την επιστροφή τους, εγώ με πικρή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι εγύριζαν παράλυτοι, κουρέλια πλέον άχρηστα της ζωής και πόσοι απόμειναν στο Ασπρονήσι των αράπηδων βρώσι και μπαίγνιο. Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω κ' εγώ.

Θέλω να περιβάλω με πτέρυγας αετού τον νουν μου, και θέλω να πετάξω μίαν φοράν ακόμη, διά να μετρήσω την άβυσσον, εν τη οποία κατέπεσα, και να ρίψω έν βλέμμα αφ' ύψους εις το δημιούργημα τούτο, το οποίον τοσούτον εαυτό παρερμηνεύει, ώστε να πιστεύη, ότι είνε το δυστυχέστερον του Θεού του δημιούργημα!

Πρέπει να ξεθάψω και να μετρήσω πάλιν τα χρήματα για να δω μήπως έχω κάμη κανένα λάθος. Αλλ' ακούω πάλιν θόρυβον• τι συμβαίνει; με πολιορκούν και με κατατρέχουν όλοι. Πού είνε το μαχαίρι μου; Αν πιάσω κανένα... Ας θάψω πάλιν τα χρήματα. ΠΕΤ. Είδες, Μίκυλλε, την κατάστασιν του Σίμωνος. Ας πάμε τώρα και εις άλλον, ενόσω είνε ακόμη ολίγη νύκτα. ΜΙΚ. Τι ζωή περνά ο κακομοίρης!

Ένα μήνα ολοένα ήμουν μέσα στον ιδρώτα, Έως ότου να συνάξω τα μεγάλα μας τα φώτα Και μπορέσω, κύριοι μου, με αυτά να σας φωτίσω ... Είδα κι' έπαθα ως ότου με ακρίβειαν μετρήσω Τας αρχαίας μας τας δάφνας με τον γέρο Ραγκαβή, Και από το γράψε γράψε καταντήσαμεν στραβοί.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 240 Πατέρα, πάντοτ' άκουσα να σε δοξάζη ο κόσμος, ότ' εις τον νουν είσ' έξοχος, όσοτην μάχη ανδρείος• αλλ' είπες λόγον φοβερόν και φρίττει ο λογισμός μου. δυο μόνοι, πώς θα πολεμούν πολλούς και ανδρειωμένους; δεκάδα μια δεν είν' ή δυο το πλήθος των μνηστήρων, 245 αλλά πλειότεραις πολύ• και άκου να τους μετρήσω• και πρώτ' απ' το Δουλίχιον είναι πενήντα δύο εκλεκτοί νέοι, και οπαδούς έξ' υπηρέταις έχουν• άνδρες εικοσιτέσσερες από την Σάμην είναι• είκοσι από την Ζάκυνθο των Αχαιών αγόρια, 250 και δώδεκ' όλοι πρόκριτοι μέσ' από την Ιθάκη• μαζή τους είναι ο Μέδοντας, ο κήρυκας, ο θείος αοιδός, και δυο θεράποντες, 'ς το μοίρασμα τεχνίταις. αν πέσουμεόλους αυτούςτο δώμα συναγμένους, μην η εκδίκησι σου βγη πικρή, φαρμακωμένη. 255 αλλ' αν βοηθόν μας δύναται κάποιον να εφεύρη ο νους σου, συ σκέψου ποίος ήθελεν εγκάρδια μας βοηθήση».

Και πόσον είναι το χρέος του, είπεν η Ρεσπίνα, που χρεωστεί; Έως πενήντα φλωρία, απεκρίθη εκείνος· και αν εσύ δι' αυτόν ήθελες τα πληρώσης τον ελευθερώνεις από τον θάνατον. Μετά χαράς είπεν αυτή και βάνοντας χέρι εις την σακκούλαν είπε· και εις τίνα πρέπει να τα μετρήσω διά να γλυτώση; Εις εκείνον που τον κρατεί από την τριχιά, είπεν αυτός, ο οποίος είναι ο χρεωφελέτης του.