United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα στον ανήσυχον ύπνο του είδε πολλές φορές πως ήταν κάτω στον βυθό κ' επάλαιβε κ' εκονταροχτυπιόταν για ένα ψύχαλο σφουγγαριού. Ετσάκιζε πλευρά, κεφάλια έσπανε, ζεστά και αχνισμένα σωθικά εξέσχιζε λουρίδες με τα δόντια του· αίμα έπινε κ' εμάσα σηκότια ανθρώπινα σαν δράκος. Και όλα για το τιποτένιο ψύχουλο.

Την ακόλουθον ημέραν κατά πρώτον επήγα με την κασσέλαν μου εις ένα υψηλόν τόπον, και εθεώρησα καταλεπτώς την κατάστασιν του στρατεύματος του Κασέμ, ομοίως και την τένταν που αυτός ήτον οικονευμένος· και ωσάν είδα όλα αυτά καλώς, επήγα εις έναν τόπον πετρώδη, και έμασα πολλότατες πέτρες μικρές και μεγάλες, και εγέμισα όσον ημπόρεσα την κασσέλαν μου· έπειτα εφέρθηκα εκείνην την ίδια νύκτα εις την τένταν του βασιλέως, τον καιρόν πού οι φύλακες εκοιμώνταν, και κατεβαίνοντας εκεί εβγήκα κρυφίως από την κασσέλαν μου χωρίς να είμαι από κανένα θεωρημένος, και βλέποντας που ο Κασέμ εκοιμώνταν, τραβώ μιαν πέτραν και τον κτυπώ με μεγάλην δύναμιν εις το κεφάλι, και τον ελάβωσα μεγάλως.

Περιπατώντας το λοιπόν εις εκείνο το έρημον νησίον έφθασα σιμά εις μίαν βρύσιν, της οποίας το νερόν ήτον τόσον άσπρον, που εφαίνετο ωσάν το κρύσταλλον· εγώ έπια από αυτό, και το ηύρα εις την γεύσιν νόστιμον ωσάν ένα πολύτιμον σερμπέτι· έμασα ύστερον κάποια χόρτα που εκεί κοντά ήτον, και τα έφαγα, τα οποία ήτον νοστιμώτατα· εστοχάσθηκα εκείνην την τοποθεσίαν, που η φύσις την εστόλισε με τόσα διαφορετικά πράγματα και όλος καταπονημένος καθώς ήμουν ευχαρίστησα τον ουρανόν, που το ολιγώτερον με έφερεν εις ένα τόπον που δεν εφοβούμην ν' αποθάνω από πείναν και δίψαν.

Καθώς εγώ δεν εζητούσα άλλο παρά ένα τέτοιον πρόσταγμα, ευθύς επήρα ένα κανιστράκι, και επήγα και έμασα από τα πλέον ωραιότερα λουλούδια και άνθη, και μαζί με εκείνην την σκλάβαν ήλθαμεν υποκάτω εις έναν ίσκιον διαφόρων πυκνών δένδρων, εκεί που η Ρετζία ήτον καθισμένη επάνω εις ένα θρονί χρυσό, περιτριγυρισμένη από τριάντα σκλάβες νέες, η μία ευμορφότερη από την άλλην, που κατά αλήθειαν δεν ημπορούσε να γένη μία εκλογή καλυτέρα από αυτήν διά να συντροφεύσουν της Ρετζίας την ωραιότητα.

Όταν συνήρθανε λιγάκι, άκουσα τη γυναίκα του χειρούργου να λέη στον άντρα της: — Γιατί, καλέ μου, σου κατέβηκε να κάνης ανατομία σ' έναν αιρετικό; δεν ξέρεις, πως ο διάβολος κατοικεί πάντα μέσα στο σώμα αυτών των ανθρώπων; Πάω γρήγορα να φωνάξω έναν παπά να τον ξορκίση. Μ' έπιασε τρεμούλα, σαν άκουσα αυτήν την απόφαση κ' έμασα τις λίγες δυνάμεις, που μ απόμειναν, για να φωνάξω: — Λυπηθήτε με!

Μου φάνηκε, ότι είμουν πλειο ευτυχισμένος από όλους, τους βασιλειάδες του κόσμου, κι' όλα τα βασιλόπουλα, που είταν' μαζωμένα εκεί στη Μόσχα. — «Ζη η μάννα μ', είπα μέσα μ', και με καρτεράει, κι' εγώ κάθομαι στα Ξένα! Να φύγω το γληγορότεροΚι' έτσι πούλησα ό τι είχα και δεν είχα, έμασα το ένα μ' και το άλλο μ', κίνησα για εδώ, κι' ήρθα γερός και καλά, δόξα σ' ο Θεός.

« Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι... » Έσπασα με τα χέρια μου τα σίδηρα σα βέργες, » Βράχους πολλούς ξερρίζωσα με την περπατησιά μου, » Κι’ έδραμα σαν την αστραπή, κι’ έτρεξα σαν τ’ αγέρι. » Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι... » Εκαβαλλήκεψα θεριά, κι’ αλύσωσα λιοντάρια, » Τρία βουνά ξελάκκωσα, τα τρία στην αράδα, » Και μες τα ξελακκώματα γύρισα εννιά ποτάμια. » Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι... » Έμασα χίλια αγριόγιδα και τάκανα μια στάνη, » Τα βόσκησα μες τους γκρεμούς και τάρμεξα στα πλάγια, » Κ’ έβγαλα τ’ αγριοβούτυρο κ’ έπηξα τ’ αγριοτύρι.