United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους έκραξε και το βαθύ κατάστρωσε σκοπό του «Πιος να κερδίσει έχει όρεξη και τη δουλιά που θέλω μου τάζει; Ας πει, και πλερωμή τον καρτεράει π' αξίζει.

Τότες η Θέτη η θέϊσσα του λέει δακροπνιγμένη «Κοντά σημαίνει η ώρα σου, παιδί μου, αφτά που κραίνεις, 95 τι εφτύς στερνά απ' τον Έχτορα σε καρτεράει ο χάρος

Στέκει, η Αλήθια καρτεράει, στην άκρα απορριμμένη, 55 Σε καταφρόνεσι πολλή, ψυχρή και παγομένη. Διαβαίνει ημέρα ολάκαιρη, κοντεύει να νυχτόση, Και δεν ευρέθηκε άθρωπος σε ταύτη να ζυγόση.

Τήρα με δα πόσο κι' εγώ σφανταχτερός μεγάλος, πατέρας μ' έσπειρε άρχοντας, θεά 'χω αν θες και μάννα· ωστόσο τύχη ανήμερη με καρτεράει και χάρος. 110 Θα φέξει αβγούλα, ή δειλινή θα τύχει ή μεσημέρι, όταν κι' εμένα τη ζωή στη μάχη θα μου πάρουν ή με κοντάρι ή ρήχνοντας σαΐτα από δοξάρι

Τα νιάτα ογλήγορα απερνάν τα γηρατιά πλακόνουν, Και τούτο μόν εφάνηκαν η χάρες τελειόνουν. Καλοί, αχαμνοί, που διάβαιναν, οχ το λαό κοντά της, Μηδέ επεριεργάζονταν καθόλου τη θωριά της· Κανείς δεν καταδέχονταν μηδέ να τη ρωτήση, Μόν βιαστικά το δρόμο του τηρούσε ν' ακλουθήση. Στέκει, η Αλήθεια καρτεράει, στην άκρα απορριμμένη, Σε καταφρόνεσι πολλή, ψυχρή και παγομένη.

Αράδ' αράδα εις κάθε μια ρίχνει το μάτι ο Λάμπης Και δεν γνωρίζει πουθενά την ώμορφη την Πούλια, Και καρτεράει ολημερίς, όσο που πήρε η νύχτα, Και τριγυρίζειτα κλαριά, τα μονοπάτια πιάνει, Διαβαίνει απ' ταις νεροσυρμαίς, περνάει κι' από τη βρύσι, Παίρνει μια-μια ταις θημωνιαίς, τ' αλώνια αράδ'-αράδα, Κι' ολούθε βλέπει νηούς και νηαίς·...την Πούλια δεν την βλέπει. Ταχυά ξημέρωσε γιορτή.

Η Μαριανθούλα κοιμώνταν βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα μικρόπαιδα και δεν ξυπνούσε εύκολα. — Ξύπνα, Μαριανθούλα μ'! Φώναζε η γριά. Ξύπνα και μας καρτεράει ο παπάς στην εκκλησιά, να μας δώση πασκαλίτσα, και να γυρίσωμε γλήγορα να φάμε γκουλιάστρα, γάλα, αυγά, τυρί, κόττες και τηγανίτες, που φάσκιονε η Κυρά μας η Παναγιά το Παιδάκι της το Χριστό, όταν είταν κι' αυτός μικρός.

— «Μα, την ξέρ'ς καλά τη μάννα μ';» Του είπα. — «Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ'; Για χαμένο μ' έχειςΤότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντάς τον, του είπα για ύστερη φορά να βεβαιωθώ καλύτερα: — «Αλήθεια, ζη η μάννα μ';» — «Ζη και παραζή, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε ώρα και στιγμήΜου φάνηκε, ότι κέρδισα ένα βασίλειο.

Μου φάνηκε, ότι είμουν πλειο ευτυχισμένος από όλους, τους βασιλειάδες του κόσμου, κι' όλα τα βασιλόπουλα, που είταν' μαζωμένα εκεί στη Μόσχα. — «Ζη η μάννα μ', είπα μέσα μ', και με καρτεράει, κι' εγώ κάθομαι στα Ξένα! Να φύγω το γληγορότεροΚι' έτσι πούλησα ό τι είχα και δεν είχα, έμασα το ένα μ' και το άλλο μ', κίνησα για εδώ, κι' ήρθα γερός και καλά, δόξα σ' ο Θεός.