United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος περνά να τον σταματήση μέσ' στον δρόμο· ποιος έφθασεν από πουθενά, να πα να τον ρωτήση: μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπει ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν τον αφήνει να πάγη στην δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη: — Ώρα καλή, θειε! — Πολλά τα έτη, κυρά! — Από την Ευρώπη έρχεσαι; — Όχι, κυρά, από το χωριό μου.

Γιατί ρε παιδί; ετόλμησε μόλις να ρωτήση τον θερμαστή. Ο Γιαννιός ο Χούρχουλας είχε τη μανία να διηγήται. Μόλις επαρουσιαζόταν η παραμικρή ευκαιρία να καθήση το πλήρωμα, έτοιμος αυτός ν' αρχίση τη διήγησι. Ποια διήγησι; Οποιαδήποτε. Δεν τον έμελλε ούτε για την υπόθεσι, ούτε για το μάκρος της. Ούτε αν ήταν αστεία, ούτε αν ήταν τραγική.

Θαρρούσε ακόμα σώζωνταν καθώς και πρώτα ωραία· Ωσάν και πρώτα ποθητή και ζηλεμένη νέα. Τα νιάτα ογλήγορα απερνάν τα γηρατιά πλακόνουν, Και τούτα μον εφάνηκαν η χάρες τελειόνουν. 50 Κάλοι, αχαμνοί, που διάβαιναν, οχ το λαό κοντά της, Μηδέ επεριεργάζονταν καθόλου τη θωριά της· Κανείς δεν καταδέχονταν μηδέ να τη ρωτήση, Μον βιαστικά το δρόμο του τηρούσε ν' ακλουθήση.

Το πρώτο, που έκαμε, ήτανε να ρωτήση, αν ήτανε γυναίκα του λοχαγού. Το ύφος με το οποίον έκαμε την ερώτηση αυτή, ανησύχησε τον Αγαθούλη. Δεν τόλμησε να πη, πως ήτανε γυναίκα του, γιατί πραγματικά δεν ήτανε· δεν τόλμησε να πη, πως ήταν αδερφή του, γιατί επίσης δεν ήτανε.

Δεν είμαι ως από βαρύπνον να ξυπνώ ύπνον. Ξέρετε πως τα δάκρυά μου ποτάμια τρέχουν και σε πολλούς με πλάνησε δρόμους η έννια. Κι ό,τι σωτήριο φάνηκε στους στοχασμούς μου εις πράξιν ευθύς το ’βαλα. Του Μενοικέως τον υιόν Κρέοντα έστειλα, τον συγγενή μου, εις το μαντείον των Δελφών για να ρωτήση, τι κάμνοντας ή λέγοντας την πόλιν σώζω.

Ο Ξενιτεμένος μας, βλέποντας αυτό το κόψιμο του ψωμιού, που μπορούσαν να φαν χίλιοι άνθρωποι κι' όχι δύο μοναχά, παραξενεύτηκε, και αν και τούρθε να ρωτήση τον άρχοντα, για ποια αιτία κόφτουν τόσο ψωμί, ενώ δε χρειάζονταν πλειότερο από δυο κομμάτια να φαν στο τραπέζι αυτός κι' εκείνος, αμέσως θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή: «&Μην ανακατεύεσαι ποτέ στες δουλιές του αλλουνούκι' είπε μέσα του: — Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την ακολουθήσω; Είναι κρίμα.

ΥΠΗΡΕΤΗΣΜια κυρία απ' την Αλεξάνδρεια που κάθεται στο άλλο ξενοδοχείο. Ήρθε να ρωτήση τι ώρα θα γίνη η παράσταση.... Λοιπόν. Ευχαριστώ Αργύρη. Εγώ πάω να συγυρίσω τις κάμαρες. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΓια την κάμαρη του αφέντη μη λάβης τον κόπο. Το κρεββάτι του είναι όπως τώστρωσες. Ο αφέντης δε κοιμήθηκε τη νύχτα. ΥΠΗΡΕΤΗΣΚαι τι έκανε; Κυνηγούσε τα κουνούπια; Για τις κατσαρίδες; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΞέρω γω.

Κ' έτσι από φόβο μη δεν κρατήση τη φρονιμάδα του, δεν άφινε τη Χλόη να γυμνύνεται πολύ, ως που απορούσεν η Χλόη, μα ντρεπότανε να ρωτήση την αφορμή. Το καλοκαίρι αυτό πολλοί γαμπροί ετριγύριζαν στη Χλόη και πολλοί από άλλα μέρη πηγαίνανε στο Δρύαντα ζητώντάς τη για γάμο· κι άλλοι χαρίσματα έφερναν κι άλλοι έταζαν μεγάλα.

Μήνα ρώτησε καμμιά βολά για να μάθη; Τι τον έννοιαζε για να ρωτήση; Κ' ύστερα, σα γέροντας, έλεγε πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για τη τσομπάνικη ζωή· και να ρωτήση τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννινα, του 'ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κ' έτσι τάπλασε αυτός στο λογισμό του σα μεγάλο τσελιγκάτο.

Τελευταία ερίχτηκε με τα φορέματά του στο κρεββάτι· έτσι τον βρήκε ο υπηρέτης του όταν κατά τις ένδεκα ετόλμησε να μπη στην κάμαρα και να ρωτήση αν ήθελε να του βγάλη τα παπούτσια του. Τον άφησε να του τα βγάλη, αλλά του απηγόρευσε να έλθη στην κάμαρα το άλλο πρωί πριν να τον φωνάξη.