United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ρε, πού βαδίζουν τα σκυλιά; ηρώτησε τις των βλάχων αορίστως. — 'σα κάτ' πλαϊνά· δεν αηκούς; — Ντετον άνεμο τι χάλασαν τον κόσμο; ψιθύριζε νεαρός βλάχος θορυβηθείς. Και ανατείνας την κεφαλήν εφώναξε στεντορείως: — Ορέ του λόγου σου! ποιος είσαι συ, ρε!. . . Αλλά ουδείς απήντησεν.

Οι σκύλοι διεσκορπίσθησαν ευθύς. — Ρε, Χριστιανέ, πώς εδώ τέτοιαν ώρα; είπεν εις τον Δημήτρην. Κ' επλησίασεν ακόμη ίνα ίδη τον ξένον κατά πρόσωπον. Τότε υπό τας αμυδράς λάμψεις της ημέρας ανεγνώρισε μ' έκπληξίν του τον παλαιόν φίλον του γέρω Βαγγέλη. — Παπού! εσύ 'σαι παπού; εφώναξεν εν αγαλλιάσει εναγκαλιζόμενος αυτόν. — Εγώ, παιδί μου, είπεν ο Δημήτρης συγκεκινημένος.

Εδώ στο βυζί με χτύπησε! ξαναείπε ο Γιώργης κρατώντας πάντα την απαλάμη του στην πληγή του. Σήκωσε τα μάτια του κατά τον Μήτσο γυρεύοντας θάρρος. — Δεν έχεις τίποτα! Δεξιά είνε! είπ' εκείνος. Μέσ' στη σάστισί τους κανένας δεν τον ρώτησε ποιος τονέ χτύπησε, ούτε ο ίδιος είπε τίποτε. Καθώς τον ανασηκώνανε, ο Βαγγέλης τον ρώτησε: — Τον είδες; Τον πήρε το μάτι σου; Ποιος σε βάρεσε, ρε Γιώργη;

— Μ' είχε στραβώσει ο θυμός και δεν είδα τι έγινε. Αλλά βέβαια θα τον εσκότωσα. Τόσες μαχαιριές δεν πήγανε στον αέρα. Σαν μας χωρίσανε του λέω: — «Είσαι Ελιά, ρε βλάμη; — Ελιά, ναι. — Τότε εγώ είμαι Κορδόνι· κι' απ' αυτή τη στιγμή είμαι πυρ και μανία με το Κορδόνι! Μ' εφανάτισες». — Ώστε τώρα είσαι;... — Ντεληγιάννης και το νύχι μου! Αι κραυγαί των Κορδονικών επλήρουν την οδόν, ως ποταμός βοής.

Κόντεψε να με χάση εκείνο τον καιρό η μάννα σου. Δεν τη ρωτάς να σου πη; Και σήκωνε ο καπετάν Λαλεχός τα μάτια του ψηλά στα κάδρα, στρήβοντας το άσπρο του μουστάκι με τα χονδρά χέρια, σαν νάστρηβε τις αλογότριχες της πετονιάς. — Ξενητειά! Μαύρη και σκοτεινή, μα έχει και τα καλά της, ρε παιδί. Καλά και καλά. Η πλατέα του Σαν-Μάρκου σου λέει ο άλλος! Θαρρώ πως είνε αυτή η ώρα.

Ρε τι λες; μου κάνει· είσαι στα συγκαλά σου ή να στείλω για τον παπά; Αμή!.. επήγαν τόσοι και τόσοι και δεν έκαμαν τίποτα και θα κάνουμ' εμείς; — Γιατί όχι; είμαστ' αδέξοι εμείς! Έπειταάκου να σου ειπώεκείνοι επήγαν με την πέτρα. Μια βουτιά κι' απάνου. Τι θες να κάμουν με μια βουτιά; — Μωρέ κύτα να βγάλουμε το καρβέλι και άφησε τα όνειρα! μου λέγει τέλος ο καπετάνιος. Δεν απελπίστηκα.

Πετάχτηκε στη μέση ο Δάσκαλος, γιατί μυρίστηκε την τσίκνα: -Δεν είχε πια χορό· εγώ τον έπαψα το χορό, καθώς είδα που μπήκαν οι μασκαράδες. Ποιανού δε θα δώσης λόγο ρε !-φώναξε ο Μίμης αγριεμένος.

Όχι, ρε Μήτσο, είπε ο άλλος. Να μην τον δη έτσι η γυναίκα του. Άσε να τονέ δέσουνε πρώτα οι γιατροί στη σπετσαρία. — Στο σπίτι! Καλύτερα στο σπίτι! είπε ο χτυπημένος. Δεν έχω τίποτα. Στο σπίτι να με πάτε! Τα μάτια του σκορπίσανε μια παράξενη λάμψι. — Στο σπίτι σας λέω! ξαναείπε. — Μη συχύζεσαι, Γιώργη! είπε ο Μήτσος. Σα θέλης στο σπίτι, στο σπίτι σε πάμε...

Πετάξου κι' ως τες μάντρες Μη γέννησεν άλλη καμμιά. — Ο γέροντας ο ίδιος. — Γειά και χαρά σας, ρε παιδιά. — Καλώς τον Μπαρμπατόλιο. Βρέχει όξω, Μπάρμπα; — Μοναχά; Για ιδέςτην κάπα χιόνια. Κ' είμαι ζυφτάρι απ την κορφή ως τα ποδόνυχά μου. Τι κοσμοχάλασ' είνε αυτή! Νερό μαζί και χιόνι, Ένας κατάματος συρμός, ένα κακό δρολάπι! Έχ' όπ' γυρίζω οχ' την αυγή.

Πώς έγινε πάλι τούτο το κακό; — Είχε τίποτα με κανένα; Μαλλώσανε; — Κύριε ελέησον! Ξέρω κ' εγώ τι να πω; — Η δυστυχισμένη η γυναίκα του! Και νειόπαντροι!... Ο χτυπημένος ανασήκωσε το κεφάλι του. — Δεν αφίνετε, ρε παιδιά, να περάσωμε; Κάντε μας τη χάρι Κάνανε τόπο πάλι. — Στη σπετσαρία! εμπρός! — Ο άνθρωπος έχει σπίτι. Στο σπίτι του να τον πάμε, είπε ένας απ' τα παιδιά που τον κρατούσανε.