United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μήτε σηκώνει άλλη ξήγηση· α σήκωνε άλλη ξήγηση, δε θα πεισμάτωνε εναντίον του κανονισμού εκείνου ο Πάπας ο Λεόντιος Πρώτος. Μα γιατί λοιπό δεν έπεσαν αμέσως τα πρωτεία της Ρώμης, θα πήτε, άμα έπεσε ο υστερνός της Αυτοκράτορας στα 476; Έπεσαν τα πρωτεία, και δεν έπεσαν. Ορίστε που τριανταπέντε χρόνια μήτε πρωτεία μήτε δευτερεία δεν της αναγνώριζε ο Πατριάρχης, καθώς και κατόπι πολλές φορές.

Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ' την άλλη μεριά. — Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανηψίδι του. Μα κ' εγώ έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα. Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κ' έφυγε στην άλλη κάμαρη.

Ένα πράμα αξίζει να το παρατηρήσουμε από τώρα, επειδή θα το ξαναδούμε κι αργότερα· το πως ο λαός δε σήκωνε χωρατά μήτε τότες, παρά όχι Πατριάρχηδες, μα και Βασιλιάδες κάποτες ανεβοκατέβαζε.

Κόντεψε να με χάση εκείνο τον καιρό η μάννα σου. Δεν τη ρωτάς να σου πη; Και σήκωνε ο καπετάν Λαλεχός τα μάτια του ψηλά στα κάδρα, στρήβοντας το άσπρο του μουστάκι με τα χονδρά χέρια, σαν νάστρηβε τις αλογότριχες της πετονιάς. — Ξενητειά! Μαύρη και σκοτεινή, μα έχει και τα καλά της, ρε παιδί. Καλά και καλά. Η πλατέα του Σαν-Μάρκου σου λέει ο άλλος! Θαρρώ πως είνε αυτή η ώρα.

Αυτή ήτανε η αρρώστεια του, μουρμούρισε. Δεν τον σήκωνε η καλογερική. Ήθελε πάλι τα παληά του. Και την πήρανε τα κλάματα. — Σε καλό σου, κυρά-παπαδιά! Είνε πράμα να κλαις; Δεν το θέλει ο Θεός, είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός. Ένα μήνα, δύο βία, θα μας ξανάρθη ο παπάς. Θα πάρουμε, πάλι αντίδωρο απ' τα χέρια του. Η παπαδιά έπεσε απάνω στο σοφά. Δεν μιλούσε σε κανένα.

Αλήθεια είνε, βλοημένη, απήντησεν ο παπάς· αλλά τώρα είνε... για όσους θέλουν να τα πιστεύσουν. — Κι' όσοι δεν τα πιστεύουν; — Θα πάνε στην Κόλασι, το ξέρω εγώ, είπε το ΚαλλιοπώΜα σαν είν' αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δεν σήκωνε μια και καλή το μάγγανο να ξελευθερώση τον άνθρωπο; είπεν η Αννούδα, μία των γυναικών. — Το λέγει αυτό το Εύαγγέλιον;

Περνούσε από τις γειτονιές ο Λαζαράκης να κατεβή στο παζάρι και τα παιδιά τρέχανε από πίσω του και φωνάζανε: «Ο καμπούρης, ο καμπούρηςΈμπαινε στα μαγαζιά ο Λαζαράκης να ρουφήξη κανένα κρασάκι, και οι παρέες του φωνάζανε: «Ε ! Λαζαράκη, βάρδα μη μας ρίξης τη λάμπα». Σήκωνε τα μάτια του να κυττάξη καμμιά όμορφη ο Λαζαράκης και τα κορίτσια μπήγανε τα γέλια: «Της την έκαψες την καρδιά, Λαζαράκη.

Πρώτος νομάτο σκότωσε ο αντριωμένος Αίας το λιονταρόψυχο Επικλή, του Σαρπηδού συντρόφι, ρήχνοντας πλάκα, π' άξυστη μεγάλη, απάνου απάνου 380 κοίτουνταν μέσα απ' το τειχί κοντά στην πολεμίστρα. Τέτια έφκολα δεν κουβαλάει, όσο γερός κι' αν είναι, με διο του χέρια άντρας θνητός σαν τους θνητούς τούς τώρα· μα μ' ένα αφτός τη σήκωνε.

Μου ξάνοιγε τα φορέματα κ' εύρισκε η βροχή καιρό και τόπο να με προυχάη οπού της βόλειε. Άρχισα να τρεμουλιάζω από το κρύο που με σήκωνε. Μ' εφόβιζε κ' η θεομηνία. Μ' έσκιαζαν και τα κλαριά γύρα που μώμοιαζαν 'ςτη μεγάλη μου παραζάλη, 'ςτη φοβερή μαυρίλα και 'ςτο άναμμα του τρικυμού, με κακούς ανθρώπους, με φαντάσματα, μ' ίσκιους. Φώναζα του ξαδερφού μου. Ούτ' εγώ δεν αγροίκησα τη φωνή μου.

Μου ξάνοιγε τα φορέματα κ' εύρισκε η βροχή καιρό και τόπο να με προυχάη όπου της βόλειε. Άρχισα να τρεμουλιάζω από το κρύο που με σήκωνε. Μ' εφόβιζε κ' η θεομηνία. Μ' έσκιαζαν και τα κλαριά γύρα που μώμοιαζαν 'ςτή μεγάλη μου παραζάλη, 'ςτή φοβερή μαυρίλα και 'ςτο άναμμα του τρικυμού, με κακούς ανθρώπους, με φαντάσματα, μ' ίσκιους. Φώναξα του ξαδερφού μου. Ούτ' εγώ δεν αγροίκησα τη φωνή μου.