United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν ο λαός λέει κεφάλι, μέτωπο, χείλια, στόμα, δόντια, γλώσσα, αφτιά, ποδάρια, δάχτυλο, νύχι, φρύδια, στήθος, χέρια δε βλέπουμε να πήρε δρόμο η φαντασία του και καμιά ζωηράδα δε μας φανερώνει ο νους του. Μιλεί σαν τους αρχαίους, και τόσο πνέμα δε χρειάζεται για να λέη κανείς τα πράματα ίσια σαν που τάλεγαν τρεις χιλιάδες χρόνια πριν.

Έξυσε με το νύχι έναν λεκέ στο γιλέκο του, παρατηρώντας τον με προσοχή. «Άραγε με θέλει;» «Μα τι λέτεψέλλισε ο Έφις. «Μην είσαι τόσο σίγουρος! Ας μιλήσουμε όμως σοβαρά τώρα. Το σκέφτηκα καλά πριν το αποφασίσω. Αν θέλεις πίστεψέ με, το κάνω περισσότερο από χρέος παρά από καπρίτσιο. Τι περιμένω; Πού πάω; Στην ηλικία μου δεν ταιριάζει μια γυναίκα πολύ νέα. Αυτό όμως δεν έχει σημασία.

Διάβασα κάτι μικρά του ποιήματα στην Εστία, είναι τώρα κανένας μήνας. Να το νύχι, να και το λιοντάρι. Ο Δροσίνης ένα ρομάντσο να μας κατάφερνε, δε γίνεται, θα είτανε ρομάντσο από μάστορη καμωμένο.

Δεν βλέπεις πως η μουσική σου είναι σαν τον άνεμο; Έδιωξε όλον τον κόσμο.» «Περίμενε να γεμίσουν τ’ ασκιά και θα δεις!», είπε η τοκογλύφος, βγαίνοντας στο πορτάκι δεξιά από τις κυρίες Πιντόρ και καθαρίζοντας τα δόντια με το νύχι της. Και εκείνη είχε τελειώσει το δείπνο και για να μην χάνει τον καιρό της άρχισε να γνέθει στο φως της φωτιάς.

Και τραγουδώ την Κρότωνα, τη Ζάκυνθο, κ' εκείνο τακρόβουνο Λυκίνιο, που ο Αίγωνας μια μέρα ογδώντα πίττες έφαγε μόνος και μοναχός του· κι όπου ένα ταύρον άρπαξεν από το νύχι, κ' έτσι τον έσυρεν απ' το βουνό και στην Αμαρυλλίδα για δώρο της τον έδωκε· κι όλες μαζί οι γυναίκες ανάκραξαν με θαυμασμό, κ' εγέλασε ο βουκόλος. ΒΑΤΤΟΣ Αμαρυλλίδα μ' ώμορφη, και πεθαμμένη ακόμα δε θε να σε ξεχάσωμε!

Είχε ένα βαθύ σημάδι κι ο Σβάντε του περίγραψε πως ο μικρός αδερφός είχε μπήξει εκεί το νύχι του, πριν ξεψυχήση. Το σημάδι αυτό έμεινε πολλές μέρες και του φάνηκε κακά σα χάθηκε. Μια μικρή κίτρινη κάσα είναι στη μέση της κάμαρας στην ίδια θέση, όπου πρωτήτερα είταν ένα κρεββάτι μ' ένα ζωντανό παιδί. Τώρα η κάμαρα είναι στολισμένη με ρόδα.

Ούτε το χαμομήλι Ούτε η χολάτη η κυκλαμιά. Ολόγυρά του σπλόνοι Και δρακοντιαίς φαρμακεραίς. 'Σ το χώμα κάπου κάπου Σπαρμένα ραχοκόκκαλα, που τάχε ξεσαρκώση Ο τραπεζίτης του σκυλιού, του κόρακα το νύχι, Εσέποντο χωρίς ταφή.

Α, στάσου τώρα μια στιγμή για να ειδοποιήσω και τη γειτόνισσ' από δω, και να της γρατσουνίσω την πόρτα με το νύχι μου, κ' εκείνη να το στρίψη, χωρίς να νοιώση ο άνδρας της τη νύχτα πως θα λείψη. Α' ΓΥΝΗ Να, τώρα βλέπω πούρχεται εδώ κ' η Κλειναρέτη, και η Σωστράτη. . . έρχεται μαζύ κ' η Φιλαινέτη. . .

— Μ' είχε στραβώσει ο θυμός και δεν είδα τι έγινε. Αλλά βέβαια θα τον εσκότωσα. Τόσες μαχαιριές δεν πήγανε στον αέρα. Σαν μας χωρίσανε του λέω: — «Είσαι Ελιά, ρε βλάμη; — Ελιά, ναι. — Τότε εγώ είμαι Κορδόνι· κι' απ' αυτή τη στιγμή είμαι πυρ και μανία με το Κορδόνι! Μ' εφανάτισες». — Ώστε τώρα είσαι;... — Ντεληγιάννης και το νύχι μου! Αι κραυγαί των Κορδονικών επλήρουν την οδόν, ως ποταμός βοής.

Τι ήταν του Ομήρου οι ήρωες μπροστά σ’ αυτές τις γυναίκες που μάχονταν: αγκώνας με στήθος, νύχι με μάγουλο, δόντι με κρέας, κλωτσιά με κοιλιά!