United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ειδέ αφτός, τον ορισμό του ας κάνει· 430 δουλιά του Τρώες κι' Αχαιούς να κυβερνά όπως κρίνειΕίπε, και πίσω γύρισε τ' ωριότριχο ζεβγάρι. Κι' οι Εποχές τούς ξέζεψαν τ' αψηλοπίλαλα άτια και τάδεσαν στ' αθάνατο παχνί τους, και τ' αμάξι τόγυραν πας στα γιαλιστά απ' όξω μπροστοτοίχια. 435 Κι' οι διο τους στα χρυσά σκαμνιά καθίζουν μες στων άλλων θεών τον κύκλο, κι' είχανε τα σπλάχνα μαραμένα.

Ο Γιάννος έκλινε την κεφαλήν εις το στήθος χωρίς να είπη λέξινΓιατί, Γιάννο μ', δεν ακούς; γιατί; επανέλαβεν η Μάρω επιμόνως. — Δεν είν' ανάγκη να μάθης, δεν κάνει· είπεν ο Γιάννος κινών αρνητικώς την κεφαλήν· αν 'μπορής βγάλε με από 'δώ. Κ' εξηκολούθησαν ούτω τα δύο παιδία, συνομιλούντα επί πολύ και ανταλλάσσοντα τας ιδέας των περί της απολυτρώσεως του Γιάννου.

Το Γουρούνι λόγια τόσα Οχ του Γάιδαρου τη γλώσσα Να ακούη, καιρό δε χάνει, Τέτια απόκρισι του κάνει· Να σου ειπώ, του λέει, δεν ξέρω Τι υποφέρεις, τι υποφέρω, Μόνε ξέρω κι' απεικάζω, Πως με δίκιο ανησυχάζω. Γιατί οι αθρώποι εσάς σας έχουν, Στης δουλιαίς τους να προσέχουν, Και στη ράχη σας να φέρουν Όσα βάρη μεταφέρουν.

Τριπόδι φλογοδιάσκελο του νικητή τού βάζει μεγάλο, πούλεγε ο στρατός δώδεκα βόδια κάνει· μα ακόμα και του δέφτερου πάει και στη μέση βάζει γυναίκα πούξερε πολλές δουλιές, και μεταξύ τους πως κάνει ως βόδια τέσσερα τη λέγανε οι Αργίτες. 705 Και στάθηκε όρθιος κι' έκραξε μες στου στρατού τη μέση. «Ελάτε τώρα πάλεμα, κι' ας σηκωθούνε διο σας

και ρίξιμο και σύντριμμα όσων στέκουν βαλτά απ τον ουρανό τόσο σοφά, και στο φτωχό του νου το μύθο πλέκουν πως αδικία τον κόσμο κυβερνά. Μέγας κίνδυνος είναι τέτοιοι πλάνοι· που τους σαρώνει απ τη θωριά της γης για το καλό της έργο μέγα κάνει· βασιλιά, να προστάξης μην αργής

Ρε τι λες; μου κάνει· είσαι στα συγκαλά σου ή να στείλω για τον παπά; Αμή!.. επήγαν τόσοι και τόσοι και δεν έκαμαν τίποτα και θα κάνουμ' εμείς; — Γιατί όχι; είμαστ' αδέξοι εμείς! Έπειταάκου να σου ειπώεκείνοι επήγαν με την πέτρα. Μια βουτιά κι' απάνου. Τι θες να κάμουν με μια βουτιά; — Μωρέ κύτα να βγάλουμε το καρβέλι και άφησε τα όνειρα! μου λέγει τέλος ο καπετάνιος. Δεν απελπίστηκα.

Να κεφάλι!.. είπε δείχνοντας με τη χερούκλα του το φοιτητή. Τόσος λαός εδώ και δεν ξέρει τι κάνει· ήρθε του λόγου του να μας βάλη μυαλό. — Όχι να σας βάλω μυαλό· είπε ο Τσαϊπάς δειλά· να ειπώ το σωστό. — Το σωστό! εφώναξε αγριοκυττάζοντάς τον ο Αρλετής, το σωστό! που τόβρες, μωρέ, το σωστό... Μην τόφερες απ' την Αθήνα μαζί με τα κολλαράκια σου!

Μικρός σαν είταν, ο Κισσιάς, της μάννας του ο πατέρας, της Θεανός, στον πύργο του τον είχε αναθρεμένα· κι' όταν στην ώρα απέ έφτασε της λεβεντιάς και νιότης, 225 κοντά του αφτού τον βάσταξε, γαμπρό του ναν τον κάνει· μα ότι τον πάντρεψε, άφισε τη νύφη αφτού και πήγε, όπου άκουγε τους Αχαιούς, με δώδεκά του πλοία. Όμως κατόπι τ' άφηκε τα πλοία στην Περκώτη και κίνησε να πάει πεζός.

Ένα τραγούδι πίσω φτάνει και τον αέρα αηδόνι κάνει· σιγό δεν είναι μαϊστράλι που πάει να σβήση στο ακρογιάλι, ακράτητο είναι σαν τον μπάτη που φτάνει ολόμακρα απ τα πλάτη και σα μιας νίκης θρύλος σπάζει· χαιρέτισμα στον ήλιο μοιάζει, στον ήλιο που απ τα βάθη πέρα ψηλώνει πάλι στον αιθέρα.