United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρά τέτοια ντροπή, να γυρίσω και να με περιγελάη το χωριό, κάλλιο ναύτης αγνώριστος, ώσπου να με βοηθήση ο Θεός να γείνω και γω κάτι. Με βοήθησε ο Θεός. Γύρισα στον τόπο μου μερικά χρόνια κατόπι καπετάνιος, και με πάντρεψε η γριά μου. Είτανε μαζί μου κι ο Μοσκοννησιώτης ο καραβοκύρης, κι αυτός είταν που με βάφτισε Πολίτη , ο κανάγιας».

Μη ρωτάς το τι και το πώς, σώνει να σου πω πώς έπαθε κ' η δασκάλα το πάθημα του Πάτερ Νικηφόρου. Τραβήχτηκε λοιπόν από τη δασκαλική κι άρχισε το νοικοκεριό· επειδή βρέθηκε φρόνιμη του παλικαριού η μάννα και την πάντρεψε με το γυιο της. Κ' έτσι έκλεισε το Σκολειό των κοριτσιών τότες, ώσπου ήρθε άλλη, πιο άσκημη. Κ' έμαθαν τα κορίτσια να γράφουν και να διαβάζουνε.

Μικρός σαν είταν, ο Κισσιάς, της μάννας του ο πατέρας, της Θεανός, στον πύργο του τον είχε αναθρεμένα· κι' όταν στην ώρα απέ έφτασε της λεβεντιάς και νιότης, 225 κοντά του αφτού τον βάσταξε, γαμπρό του ναν τον κάνει· μα ότι τον πάντρεψε, άφισε τη νύφη αφτού και πήγε, όπου άκουγε τους Αχαιούς, με δώδεκά του πλοία. Όμως κατόπι τ' άφηκε τα πλοία στην Περκώτη και κίνησε να πάει πεζός.

Και σαν έζησε έτσι η Ευδοκία ώσπου έγινε δεκαπέντε η κόρη της, την πάντρεψε με το δυτικό Αυτοκράτορα, τον τρίτο Βαλεντιανό, και ξεκίνησε κατά τον Άγιον Τάφο να προσκυνήση. Το είχε ταμένο αυτό. Στο δρόμο της απάνω στάθηκε στην Αντιόχεια, και κει στο Βουλευτήριο μέσα λεν πως έβγαλε σοφό ελληνικό λόγο καθισμένη σ' ολόχρυσο και πετραδοστόλιστο θρόνο.

Οι γονιοί σου μονάχα τα ξέρουνε. Είναι πολλές ώρες μακριά από δω το χωριό μας. Το καημένο το χωριό μας! Δεν το ξαναείδ' από τότες! Το καλυβάκι μας δεν είτανε μες το χωριό, είταν όξω, μέσα σε λόγγο δέντρα γεμάτο. Παραπάνω είταν η βοσκή, και κει έβοσκε τα γίδια του ο θειος μου ο Νικολής. Αμ' αυτός δα με προίκισε και με πάντρεψε. Εγώ είμουνα χρόνια ορφανοκόριτσο. Με πήρε και μου έδωσε το Γιωργή μου.

Όχι. Είχαμε τη μητέρα του Θεού, μια ώμορφη μεσαιωνική Παναγία, που με στέμμα Βυζαντινής αυτοκρατόρισσας, μας εγλυκοκύταζε μέσ' από το σκουργιασμένο κάδρο της. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Και ποιος σας πάντρεψε: Μ α ρ ί α. Ένας παπάς, που μόλις είξευρε να διαβάζη, ευλόγησε το γάμο μας. Τα στέφανά μας τάπλεξα εγώ από κισσούς και από ολόασπρα του κάμπου αγριολούλουδα. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι ώμορφα που τα λέει.

Τότες η Θέτη απάντησε στα δάκρια βουτημένη «Ήφαιστε, τάχα πια θεά, στον Έλυμπο όσες είναι, πιάπες μουτόσες συφορές να πέρασε και λύπες, 430 τόσο όσο εμένα διάλεξε να με πικράνει ο Δίας; Μονάχα εμένα πάντρεψε απ' τις νεράιδες μ' άντρα θνητόνε, κι' είχα εγώ θνητού να καταπίνω χάδια, κιάς φώναξα κιας τσίριξα.

Η γιαγιά μου έδιωξε από το σπίτι μας τον ντον Τζάμε και με πάντρεψε με τον Πριάμου Πίρας. Και ο Πριάμου μου ήταν ένας λεβέντης. Είχε μια βουκέντρα μ’ ένα σουβλί στην άκρη και μου έλεγε φέρνοντάς το μπροστά στα μάτια μου: βλέπεις; θα σου τα βγάλω τα μάτια εάν κοιτάξεις τον ντον Τζάμε όταν σε κοιτά. Κι έτσι πέρασε ο καιρός.

Στάθηκε ο γέρος μια στιγμή ολόρθος, πάντα τρεμουλιαστός και χλωμός, μα και γελαζούμενος πάντα. «Έγινε τόνειρό μου», είπε «μα όχι όλο· ας βαρέσουν τώρα και τα βιολιά». Κι αρχίζουν αμέσως τα βιολιά τον παλιό το σκοπό, το σκοπό που πάντρεψε τον ίδιο το γέρο, την κόρη του, και τώρα την εγγονή. Είταν η φωτεινότερη στιγμή της ζωής του.