United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέγιστος ανήρ! εξαισία εταίρα!» Ω παπουλή μου, δεν είναι αμαρτία να έχωμεν εις το κεφάλι μας αυταίς ταις σκνί- παις, αυτούς τους οδηγούς του συρμού, αυτούς τους pardonnez mois, οπού γυρεύουν τους νεωτερισμούς και δεν ημπορούν να στρογγυλοκαθήσουν εις τα παλαιά μας σκαμνιά! που να τους καθήσουν εις τον λαιμόν τα bonjour των και τα bonsoir των! ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Να τος ο Ρωμαίος! Να τος!

Βραδύτερον θα σου είπω τι έχω ακούσει και ιδή εδώ μέσα. Ευρίσκοντο εις το άτριον. Ο δούλος ο τεταγμένος εις την φύλαξιν αυτού έστειλε τον ονοματοκλήτορα ν' αναγγείλη τους επισκέπτας, συγχρόνως δε άλλοι δούλοι τους παρουσίασαν καθίσματα και ετοποθέτησαν μικρά σκαμνία υπό τους πόδας των.

Κι' αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάνα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμμένη!... Ειμπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξης, κειδά που θα ψοφολογήση, στο κρεββάτι της, να στραμπουλήξης με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε πεθαμμένο το παιδί, και πως η μάνα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ειμπορείς;

Σε λίγο άνοιξε το στόμα του: — Πάμε να πάρωμε καμμιά μπουκιά; Ώρα είνε... είπε. Σηκωθήκανε κ' οι δυο και τραβήξανε τον ανήφορο. Το άλλο βράδυ, στο ίδιο το τραπέζι, στα ίδια τα σκαμνιά κ' οι δυο τους. Ο Καπετάν Γιάννης είχε ξεχάσει να παραγγείλη τον ναργιλέ του κι' ο Μιχαληός δεν είχε το τσίπουρο μπροστά του.

τα δώματ' αν πατήση αυτός του θείου Οδυσσέα, 230την κεφαλήν του ολόγυρα πολλά σκαμνιά, ριμμένα από τα χέρια των ανδρών, θα γδάρουν τα πλευρά του».

Καρέγλες και σκαμνιά, φίλτισι και συντέφι, κι όσο για τα συνηθισμένα τα σπιτικά χρειασίδια, κοινό μέταλλο δεν τους ταίριαζε· χρυσωτά ή αργυρωτά και τα μισοστρόγγυλά τους τραπέζια, που δυο κοπέλλια δε σώνανε να τα σηκώσουν. Αρίφνητοι μάγειροι τοίμαζαν τα φαγοπότια τους, και σαν καθίζανε, γέμιζε ο αιθέρας αρώματα, φωταψίες και μουσικές.

Την ομοιότητα συνεπλήρωσαν βαρέα παραπετάσματα της Προύσσας, διβάνιον εστρωμένον με χρυσοκέντητον ύφασμα, προερχόμενον εκ παλαιάς αρχιερατικής στολής, περσικόν μαγκάλι, σκαμνία μ' επικολλήματα μαργαριτομάνας, και επάργυρος βυζαντινή κολυμβήθρα, μεταβληθείσα εις μεγαλοπρεπές ανθοδοχείον.

Κατά τα σπερώματα μαζεύτηκαν οι Παραμυθιώτες στου Φώτη το καπελιό, καθώς κάθε βράδυ. Τα μισά τα σκαμνιά του πιασμένα κιόλας. Αρχίνιζε και δούλευε ο Φώτης. Τσιγκρίζανε τα ποτήρια του. Κοντά στα ποτήρια, τις προσταγές και τα γοργοχτυπήματα της μασιάς, είτανε και το βαριόηχο, τακατάπαφτο λαλητό, η χάβρα εκείνη που δεν μπορούσε να λείψη ποτές, μα ας είτανε και για πήδημα ψύλλου.

Πλην της χωλής τραπέζης, υπήρχαν εκεί και δύο χωλά σκαμνία• το σκότος όμως ήτο ψηλαφητόν, μέχρις ου άναψεν ο φιλοξενών με μικρόν οκτάγωνον φανάριον έχον σχήμα θυμιατηρίου και υπεξαιρεθέν πιθανώς έκ τινος απροστατεύτου τάφου.

Ντουβάρια άσπρα, γυμνά και αστόλιστα, ξύλινο καπνισμένο ταβάνι, μακριά τραπέζια και μακριά ξύλινα σκαμνιά — η καλογερική τραπεζαρία. Από μια χαμηλή πόρτα η μυρουδιά κι ο καπνός της κουζίνας, έρχουνταν μαζί με τους σερβιτόρους, δυο ασπροκόκκινα χωριατόπουλα. Ο ηγούμενος ευλόγησε, και το δείπνον άρχισε.