United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατ' έτος, οι χωρικοί της Ευβοίας και τα χωριατόπουλα, έρριπτον κατά πρόσωπον αυτών το σκώμμα : «Να! η φ'στάναις! μας ήρθαν πάλι η φ'στάναιςΑλλ' αύτη έκυπτεν υπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τα ψυχία εκείνα της πλούσιας συγκομιδής του τόπου, απήρτιζε τρεις ή τεσσάρας σάκκους, ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι' εαυτήν και διά τα δυο ορφανά, τα οποία είχεν εμπιστευθή εν τω μεταξύ εις τας φροντίδας της Ζερμπινιώς, και αποπλέουσα επέστρεφεν εις το παραθαλάσσιον χωρίον της.

Γι' αυτό Βουνόμου, σ' αγαπώ Περίσσ' απ' όλα τάλλα, Γι' αυτό μέσατανέγνωρα Και μυστικά μου βάθια Τόσο κρυφά, τόσ' άστοχα Θερμή έχεις γίνει αγάπη. Αθήναι 15 Ιουλίου 1892. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Πώχεις παλάτια μαγικά 'ςτά ισκιερά τα δάση.

Ποδοχαλή, φωνές, σούσουρο, σφυριξιές, κακό. Χλαλοή μεγάλη, ανυπομόνια ακράτητη. Πότε να βγη, και πότε να ξεκινήση. Να την ιδούν για πρώτη φορά· να την καμαρώσουν, που μόνο ακουστά είχαν για τέτια πράματα, τα χωριατόπουλα. Όσο αργούσε να φανή να βγη, τόσο άφξαινε και δεν εκρατιώταν η στενοχώρια τους. Ετάραζαν την απαλή σιγαλεριά της νύχτας οι αγριοφωνές τους.

Αυτή γύριζε εκείνη τη στιγμή απ' τ' αμπέλια πέρα, καβάλλα στον ψαρή της, χωριατοπούλα όμορφη και δροσερή, αρχοντοπούλα ζηλευτή, γραμματισμένη περισσότερο απ' όλες τις φιλενάδες της. Ξεππέζεψε πεταχτή, τίναξε χαριτωμένα τ' άσπρο φουστανάκι της, και βρέθηκε στο πλάι του πατέρα της.

Όταν το γλυκοχάραμμα στα κορφοβούνια φέγγει, Που στα χρυσά τα ονείρατα ξυπνά η χωριατοπούλα Και πάει στη βρύση γιο νερό, τέτοια τραγούδια λέγει. Τα καλοκαίρια τα ξανθά, που οι ξενοδουλευτάδες Θερίζουν άυπνοι ολονυχτίς τα καρπερά χωράφια Με το φεγγάρι το λαμπρό, τέτοια τραγούδια λέγουν

Τ' αρνάκια του Μαγιάπριλου την άδολη καρδιά τους, Ο σταυραετός οπώφυγε μια μέρ' από την Πόλι Και μέσ' απ' την Αγιά-Σοφιά της έδωκε την Πίστι, Η χαραυγή το γέλοιο της και τα ψηλά βουνά μας Ασπράδι από τα χιόνια τους κι' από τα κρύα νερά τους. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Κι όταν ήταν ώρα να γυρίση πίσω το κοπάδι, φθάνοντας στο ζευγολατιό ιστορεί στη γυναίκα του τα όσα είδε, της δείχνει τα όσα βρήκε, την παρακινάει να το θαρρή κοριτσάκι της και να το αναθρέφη κρυφά σαν δικό της. Τα παιδιά αυτά εμεγάλωσαν πολύ γλήγορα και γίνονταν ομορφότερα από όσο ταίριαζε σε χωριατόπουλα.

Εκυμάτισαν από τον έναν τοίχο στον άλλο, σφιχτοκλεισμένοι, ασφυχτικοί. Εζητούσαν τρόπο να βγουν μες από τα σπασμένα τζάμια, από καμιά τρύπα, από την ανταβάνωτη στέγωση. Ναπλώσουν γοργόφτεροι όξω στον καθαρόν αέρα, προκλητικοί να φτάσουν στον κρυψώνα της Ηρωίνας της τρανής, — που τόσος δα κοσμάκης μέσα κ' έξω καρτερούσαν ανυπόμονα. Τα χωριατόπουλα έσκουξαν, εσφύριξαν, εποδοβρόντηξαν.

Α ιδού εκείνη η εύμορφη χωριατοπούλα, την οποίαν τόσο ακριβά φυλάγω εις την ενθύμησίν μου. Ναι, ω Αδήλ, αυτή είναι εκείνη και εδώ σου την έφερα διά να τελειώσω την ευτυχίαν σου.

Ο ζευγολάτης 'ςτ' όργωμα, 'ςτό σάλαγο ο αγωγιάτης, Ο άρχοντας 'ςτό παλάτι του, 'ςτά πέλαγά του ο ναύτης, 'Στά άγια μυστήριά του ο παπάς, μέσ' 'ςτό γλυκό της ύπνο Η ελληνοπούλα η ώμορφη και μέσ' 'ςτά παραμύθια Και 'ςτά τραγούδια πώλεγε ο πατέρας 'ςτά παιδιά του. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.