United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πηγαίνετε να τον βρήτε, ωραία φίλη, μιλήστε του, κυττάχτε αν θα τον αναγνωρίστε». Η Βραγγίνα πήγε στη σάλα όπου ο τρελλός μεινεμένος μονάχος, είχε καθήσει σε έναν πάγκο. Ο Τριστάνος την ανεγνώρισε, άφησε κάτω το ρόπαλο κ' είπε: «Βραγγίνα, άδολη Βραγγίνα, σας εξορκίζω στο Θεό, λυπηθήτε με! — Βρωμερέ τρελλέ, ποιος διάβολος σας είπε τόνομά μου;

Γέλοια εκεί, τραγούδια και μπουζούκια· βάσανα εδώ, δουλειά και καταφρόνια. Εγωιστής ο μπούφος σφυχτοκρατεί στα νύχια την άδολη τριγόνα, ελεύθερος αναγυρίζει τα φτερά της, ψηλαφά τους κόρφους, μαδά λυσσάρης τα μεταξένια πούπουλα, σφίγγει την και πνίγει στα νεκρά στήθη του. Δεν φτάνει πλέον σ' εμάς παρά το σβυσμένο γέλοιο της.

Θα πιούμε δροσερό νεράκι αχόρταγα, θα γελάσουμε μ' αγάπη και μ' άδολη χαρά, θα κόψουμε κλωνάρια ανθισμένης λυγαριάς, και θα τραβήξουμε ακόμα το δρόμο μας. Θα σφογγίσω τον κουρνιαχτό των λουστρινιών σου με το μαντήλι μου, και θα πάρουμε το μονοπάτι του δάσους. Θα μπούμε μέσα. Το μυστήριο, οι σκιές του θα μας πλημμυρίσουν τη ψυχή, θα μας μεθύσουν. Η φύση ολάκερη θ' αναγεννάται εκεί μέσα.

Τ' αρνάκια του Μαγιάπριλου την άδολη καρδιά τους, Ο σταυραετός οπώφυγε μια μέρ' από την Πόλι Και μέσ' απ' την Αγιά-Σοφιά της έδωκε την Πίστι, Η χαραυγή το γέλοιο της και τα ψηλά βουνά μας Ασπράδι από τα χιόνια τους κι' από τα κρύα νερά τους. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Ξεύρουν όλοι μέσα στο καράβι πως αυτός δεν τις δέχετ' εύκολα τις προσβολές. Είδεν όμως το πρόσωπό του να λάμπη από ειλικρίνεια· εγνώρισε στα μάτια του άδολη τη χαρά. που εκατόρθωσε να τον θυμώση τόσον εύκολα. Έφτισε δυοτρεις φορές στα πόδια του, έσκασε τα γέλοια και άρχισε ν' αναζητά στη μνήμη του τόσα άλλα ανέκδοτα που έχουν για τους Καστελαρριζίτες οι ναυτικοί.

Όι, δεν κάνει, δεν κάνει, ψιθύρισε. Έπειτα είπε: — Από σένα, Γιώργο μου, πούχεις ψυχή άδολη και καθαρή, θακούσ' η χάρη τση. — Εγώ πιστεύω, Βαγγελιό, και πρέπει νάχης και συ πίστη. Το Ευαγγέλιο λέει ότι κι ως ένα σπόρο του συναπιού πίστη αν έχωμε, μπορούμε να μετακινήσωμε βουνό. Κεγώ έχω πίστη όχι όσο ο σπόρος του συναπιού, αλλά σα βουνό.

Το φαρμάκι τον βασανίζει, ω αγωνία! — και περιμένει το θάνατο. Κάλεσε κρυφά τον Καερδέν να του πη τον καϋμό του, γιατί κι' οι δύο αγαπιώντανε με μια άδολη αγάπη, θέλησε να μη μείνη κανείς μέσ' το δωμάτιο, εκτός από τον Καερδέν, και μάλιστα ούτε στα γειτονικά δωμάτια να μη μείνη κανείς. Η Ιζόλδη, η γυναίκα του, θαύμαζε μέσα της γι' αυτό το αλλόκοτο θέλημα.

Σήμερα ίσως δε θα φύλαγε τρεις μέρες ακροατήριο ο Πολέμωνας, εξόν α μας έβγαζε και φράγκισσες χορεύτρες στο μεταξύ. Τότες όμως η μανία του «λόγου» ζούσε ακόμα άδολη και καθάρια στις νερουλιασμένες εκείνες ψυχές. Τόσο καθάρια, που κι α μερικοί τον κατάκριναν την πρώτη μέρα, τη δεύτερη όμως θέλοντας και μη τον αγαπούσαν, και την τρίτην πια τονέ θάμαζαν.

Ουρανοί, βρέξτε χάρι απάνου σ' ό,τι βλασταίνει ανάμεσό τους! ΦΕΡΔΙΝ. Τι κλαις; ΜΙΡ. Γιατί δεν είμ' άξια, και δεν τολμώ να προσφέρω εκείνο που ποθώ να δώσω, και τρέμω να δεχθώ εκείνο, π' αν το στερηθώ, πεθαίνω· αλλ' αυτά είναι μάταια· και εκείνο όσο περισσότερο πάσχει να κρυφθή, τόσο περισσότερο μεγαλώνει και φαίνεται. Μακρυά από μένα, εντροπαλή τέχνη! και σπρώξε με, άδολη εσύ και άγια απλότης!

Τη ζωή, την αληθινή και άδολη ζωή, την εύρισκε, θαρρείς, μόνο στη φύση και ποτέ στον άνθρωπο. Κ' εκεί τη σεβότανε. Ποιος ξέρει αν είχε άδικο ; Λυπότανε τώρα τα στάχυα που θερίζονταν άπλερα, τα δέντρα που πέθαιναν απάνω στο θυμό τους, τα πωρικά που κόβονταν πριν ωριμάσουν. Πονούσε καθετί που είχε ζωή και σκοπό και χανότανε άσκοπα μ' ένα χτύπημα της αξίνας.