United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι αυτός τους προστάζει να σηκώσουν αμέσως το κυνήγι και να το φέρουνε στην Αθήνα, για να κάμουν ένα καλό ζιαφέτι πριν πολεμήσουν. Κ' έτσι έγινε. Πάνε στην Αθήνα, ψήνουν το κυνήγι, καθίζουνε μέσα στο παλάτι, και το ρίχτουν στο φαγοπότι. Και τρώγοντας και πίνοντας λησμονούν του τσομπάνη τα λόγια. Ως και τραγουδιστάδες, και χορεύτρες γυρεύανε.

Πάντα χαράμματα είναι για τις χορεύτρες νύμφες που ο Corot άφησ' ελεύθερες ανάμεσα στις ασημένιες λεύκες της Γαλλίας. Σ' αιώνια χαραυγή κουνιώνται κείνες οι λεπτούτσικες διάφανες μορφές, που τάσπρα τρεμουλιαστά ποδαράκια τους φαίνονται σαν να μην αγγίζουν το δροσοποτισμένο χορτάρι που πατούνε.

Σήμερα ίσως δε θα φύλαγε τρεις μέρες ακροατήριο ο Πολέμωνας, εξόν α μας έβγαζε και φράγκισσες χορεύτρες στο μεταξύ. Τότες όμως η μανία του «λόγου» ζούσε ακόμα άδολη και καθάρια στις νερουλιασμένες εκείνες ψυχές. Τόσο καθάρια, που κι α μερικοί τον κατάκριναν την πρώτη μέρα, τη δεύτερη όμως θέλοντας και μη τον αγαπούσαν, και την τρίτην πια τονέ θάμαζαν.

Από ντάμες δα άλλο τίποτα, καθιστές γύρω στους καναπέδες, μα να που έτυχε να χορεύουν όλες οι όμορφες κ'οι καλύτερες χορεύτρες . . και δεν πάνε στα κουτουρού οι χορευταράδες, μόνο κάθονται να δουν πρώτα κ' έπειτα διαλέγουνε. Δεν έχει παντεσπάνι! είπ' ο Δάσκαλος, μπαγιάτεψε πια κ’ έγινε παξιμάδι. Βάλ' τη «Ρεζάν», Μηνά ! φώναξε του παιδιού που γύριζε τοργανέτο. . . Και πάλι, χωρίς να ξαποστάσουνε μια στάλα, έσυρε ο Νίκος τη Λιόλια. . . Να βλέπατε το πόδι του το νεανικό κι αντρίκιο, το χαριτωμένο μαζί και δυνατό, που ξέχωρα φανέρωνε το πλάσμα το πλουσιόβλαστο κι ανθισμένο πούτον ώρα του τώρα να καρπίση- πως πατούσε το σανίδι ολόσωμο, ριζώνοντας το νέο δεντρί, και σηκωνόταν πάλι ανάερο μ' ένα τίναγμα ελαστικό και πάλι έπεφτε, στριφογυριστό στον αστράγαλο, βαστάζοντας όλο το κορμί στις μύτες του κ’ έρριχνε γοργότρεχο τη φτέρνα πίσω και γλυστροσερνότανε σα χέλι-λες κ’ είχε ζωή ολόδικιά του και χαρά το πόδι !. . . Μα κι όλο τάλλο το κορμί: τα μπράτσα κ' οι ώμοι, οι πλάτες, η μέση κι ο λαιμός τι τέλεια κι αρμονικά πούχαν τα κουνήματά τους, χώρια το καθένα και τόνα μέσα στάλλο και πάλι όλα μαζί -σα να φιλιούνταν αναμεταξύ τους, σα νάνθιζαν τώρα δα, ξαναγεννημένα σ' ένα λουτρό χρυσόρρευστο από φως και ηδονή, σε ζωή τρισμάκαρη . . . Και η Λιόλια το κοριτσάκι με το κοντοφούστανο τανεμιστό, με τα τρεμόχαρα στηθάκια που κρυφοζούσαν μες ταέρινο ποκαμισάκι ίδια χλωμά ροδάκινα κάτω απ’ τη φυλλωσιά στο βραδυνό ταγέρι, με τα χείλια σα στόμα λουλουδιού που σιγανοίγει να φιλήση τον ήλιο έπεφτε απάνω του σαν ένα πράμα λευκό κι απαλό, σαν πιτσούνι άσπρο που με τα πούπουλά του του σκέπαζε το νου.

Και σα γυρίζουν πάλι στα σπίτια τους και κρεμάζουν τα καπέλλα τους στο καρφί, ας στεφανώνουνται σα γαμπροί, κι ας &πλαγιάζουνε& στα συμπόσιά τους, μ' αυλητρίδες και με χορεύτρες αντίκρυ τους. Πες τους να μη λησμονούνε να στέλνουνε και κανένα πινάκι φαεί της «Θεού».