United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος τόνα από τα δυο καράβια έρριξε στο άλλο μια ομοβροντία τόσο χαμηλά και τόσο πετυχημένη που το βύθισε ολότελα. Ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος διακρίνανε πολύ καθαρά καμμιά εκατοστή ανθρώπους πάνω στη γέφυρα του πλοίου που βυθιζότανε. Σηκώναν όλοι τους τα χέρια στον ουρανό και ξεφωνίζανε με φρίκη. Σε μια στιγμή όλα καταπιοθήκανε!

Είταν αλλίθωρος, κουτσός απ' τόνα πόδι, μ' ώμους γυρτούς που μέσα πέφτανε στα στήθια, με χουνήσο κεφάλι, μόλις λιγοστές πασπαλισμένο τρίχες. Αφτόνε πιο τον μάχουνταν απ' όλους ο Δυσσέας 220 κι' ο Αχιλιάς· γιατί μ' αφτούς φιλονεικούσε πάντα. Και τότες πάλι με φωνή μεγάλη βλαστημούσε τον Αγαμέμνο· κι' άκουγαν τα λόγια μ' αναγούλα οι Δαναοί, και θύμωναν στα βάθια της καρδιάς τους.

Αναπετιέται τότες ο Ύπαρχος και, — Πώς; φωνάζει, δεν τη φοβάσαι τη δύναμή μου εσύ; — Και τι μπορείς να κάμης; λέει ο Ιεράρχης ατάραχα. — Έν' από τα πολλά, αποκρίνεται ο Ύπαρχος, που είναι στην εξουσία μου· εξορία, βασάνισμα, θανάτωμα. — Άλλο τίποτις έχεις να με φοβερίξης; ρωτάει ο Βασίλειος. Απ' αυτά τίποτις δε φοβούμαι. Να μου δημέψης το έχει μου δεν μπορείς, με τόνα μου ρούχο, κι αυτό παλιό.

Όμως εσένα τόνα σου χάρισε μονάχα ο γιος του Κρόνου ο λοξογνώμας· σούδωκε αρχή και πιο πολύ απ' όλους μας ορίζεις, όμως αντριά δε σούδωκε πούχει την πρώτη αξία.

Αν τα δη αυτά κανένας ολότελα ξένος, θα πη πως ή τρελλάθηκε το κορίτσι, ή ρούχα δεν είχε να βάλη, κ' έβαλε ό,τι βρέθηκε. Εμείς τότες θα του πούμε πως μήτε τόνα είνε μήτε τάλλο. Την κοπέλλα την πήρε το ρέμα της μόδας. Η μόδα αλλού αλλάζει με τη μέρα, αλλού με το μήνα, κι αλλού με το χρόνο. Κάποτες από την κορφή ως τα νύχια, και κάποτες χτυπάει από δω κι από κει. Τι να σου κάμη το κορίτσι!

Νύχτα σελλώνουν τάλογα, νύχτα τα καλλιγώνουν, Και αυτή του Θύμιου η αδερφή λύχνον κρατάει και φέγγει, Τον λύχνοτόνα χέρι της καιάλλο το ποτήρι, Ποτήρι και καυκόπουλο που τους κερνάει και πίνουν, Όσα ποτήρια τους κερνάει τους λέγει και τέτοια λόγια: —Αυτού που πάτε, μπράτιμοι, αυτού που πάτε, αητοί μου, Την κόρη που θ' αρπάξητε την ώρηα περδικούλα, Μη μου την βαλτώσετε, φτερό να μην της πέση, Σαν νύφη να την φέρετε και σαν μεγάλη αφέντρα.

Μια βραδιά, — είταν η παραμονή της πρωτοχρονιάς του εικοσιτέσσαρα, — να σου και φανερώνεται μπροστά τους σα νεκρός σηκωμένος από τον τάφο. Κεφάλι δεμένο, τόνα του χέρι ακκουμπησμένο σε θελειά κρεμασμένη από το λαιμό του, κι όψη, φλουρί! Τον είχε φερμένο Μοσκοννησιώτικο πέραμα. Τονε βρήκανε σε κάποια έρμη ακρογιαλιά της Ανατολής μισαπεθαμμένο.

Για ιδές μαλλιά κατεβατά, ξανθιά σαν το μετάξι, Που κρέμονταιτους πλάτες της και πέφτουν ως το χώμα Σαν καταρράχτης, σαν νερό χρυσό μαλαματένιο. Για ιδές καθάριο μέτωπο και λαμπερό, σαν ήλιος Του Μάρτη, του Μαγιάπριλου, που κρούει 'ςτο κορφοβούνι. Για ιδές μεγάλα, γαλανά και λυγωμένα μάτια, Μάτια γλυκά, μάτια κρυφά, μάτια γιομάτα λάμψη, Λες κ' είνε τόνα ο Αυγερινός και τ' άλλ' ο Αποσπερίτης.

Τόνα, η γενική πολιτική και μάλιστα η ξωτερική, οι πόλεμοι δηλαδή με αντάρτες, με ξένους και με βαρβάρους· τάλλο, η εθνική η ζωή, που μια και πήρε θρησκευτικό χρώμα, έμεινε ζευγαρωμένη με τα θρησκευτικά τα ζητήματα ως το τέλος, κ' έτσι καταντάει η θρησκευτική ιστορία μας να είναι και της εθνικής μας ζωής.

Είπε, κι' ο Ύπνος χάρηκε κι' απάντησε έτσι κι' είπε 270 «Έλα λοιπόν ορκίσου μου στης Στύγας τ' αγιονέριμε τόνα χέρι σου άγγιζε τη Γης τη μυριοθρόφα, με τ' άλλο τον αντίλαμπο Γιαλό, για νάναι κάτου μαρτύροι μας όλοι οι θεοί που τριγυρνούν τον Κρόνοπως ναι απ' τις Χάρες τις πιο νιές τη μια θα μου χαρίσεις, 275 την Πασιθιά π' ορέγουμαι νύχτα και μέρα πάντα