United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Καλά• τώρα λοιπόν κ' εγώ τραβώ στην αγορά, και μια γερή ντελάλαινα καλόφωνη θα βρω, να πάρ' όσον θα φέρουνε οι άλλοι θησαυρό. γιατί εμέ εκλέξανε αρχόντισσαν οι άλλοι, και πρέπει με ταχύτητα να γίνουνε μεγάλη• να φτιάσω τα συσσίτια, και ναν' ημέρα πρώτη η σημερνή, που να γένη το πρώτο φαγοπότι! ΒΛΕΠΥΡΟΣ Θα τρώμε από σήμερα; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Σου τώπα πως θα γίνη.

Κι' όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι, άρχισε ο γέρο-Νέστορας να γνωμοπλέχνει πρώτος, π' απ' όλων πιο καλή και πριν τούβγαινε πάντα η σκέψη.

Τέλος σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι, πρώτος τους λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, ας μην αργούμε πιο πολύ εδώ με τις κουβέντες 435 και τη δουλιά αναβάλλουμε που μας ανοίγει ο Δίας, Μον στο καραβοστάσι ομπρός! οι κράχτες ας λαλήσουν κι' οχ τα καλύβια ας βγάλουνε τα' ασκέρι αρματωμένο, κι' εμείς στον κάμπο οι αρχηγοί με δίχως χασομέρια ας σύρουμε έτσι αχώριστοι, ν' αρχίζουμε κοντάρι440

Κι' όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι, ο γέρος του Πηλιά το γιο καμάρωνε, πώς είταν λαμπρός μεγάλος! λες θεό πως έμιαζε ίσα πέρα. 630 Και πάλε αφτός τον Πρίαμο καμάρωνε, θωρώντας την όψη την αρχοντικιά, τα λόγια του αγρικώντας.

Τέλος σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι, πιάνουν οι νιοι κι' εφτύς πιοτό γιομίζουν τα κροντήρια 470 ίσα ως στα χείλια, κι' έπειτα γύρω κερνάν να πιούνε, αφού τ' Απόλλου τούσταξαν με τα ποτήρια πρώτα. Έτσι όλη μέρα με χαρές μαλάκωναν το Φοίβο, του προφυλάχτη ψέλνοντας και το χαριτωμένο δοξολογώντας γιατρεφτή· κι' άκουγε αφτός με γλύκα.

Πάνε άλλοι να τους χωρίσουν, πιάνονται κ' εκείνοι· σπάνε ποτήρια, πετάνε πιάτα, αναποδογυρίζουν το τραπέζι· επανάστασι στην Παράδεισο! Ο Παντοκράτορας βαρύς από το φαγοπότι, εκοιμόταν εκείνη την ώρα, γειρμένος στα γόνατα ενός αγγέλου. Ακούει τον καυγά, πετάεται θυμωμένος, αρπάζει ένα βούρδουλα «να σουτου ενός, «να σου!» τ' αλλουνού, τους αλωνίζει όλους.

Βράζανε μέσα τους οι Γότθοι, και καρτερούσαν την ώρα τους. Έτυχε τότες ο Μάξιμος κι ο Λουπικίνος να προσκαλέσουν τους δυο Γότθους Αρχηγούς Φριτιγέρνη κι Αλάβιβο στη Μαρκιανούπολη. Κ' ήρθαν οι δυο Αρχηγοί με μερικούς ανθρώπους τους σωματοφυλακή. Βλέπουν οι δικοί μας τους ακόλουθους τούτους, και τους κλείνουν απέξω από τις πύλες, φοβηθέντας αρπαγή. Ως τόσο οι Αρχηγοί απομέσα κάμνανε φαγοπότι.

Οι γυναίκες, μάννα και νύφη, κάθισαν αντίκρυ σε σεντούκι απάνω, και μας μιλούσαν αυτές από μακριά. Είπα φαγεί, μα έπρεπε να το πω φαγοπότι, ή ποτοφάγι. Επειδή από την πρώτη δαγκαματιά άρχισε και το κέρασμα. Λαμπρό, μπρούσικο Κισαμιώτικο.

Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους• 405 «Ελεεινοί, φρενιάζετε• και την καρδιά σας ήδη το φαγοπότι ενίκησε• κάποιος θεός σας σπρώχνει. τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας, αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν»,

Αλλης δα καμμιάς δουλιάς, Χωριστά από της κοιλιάς, Λόγο, ξέρω, δε σ' αρέγει, Το αχείλι σου να λέγη Σ' ήκουσα πολαίς φοραίς Σε συμπόσιου χαραίς, Της ζωής σου έγνια πρώτη, Καθαυτό το φαγοπότι. Ζήσε, ζήσε για να τρως, Για να γένεσαι χοντρός. Ότι, ως φαίνεται, η φύση Πιταυτου σε έχει χτίση, Να χωνεύης θαμαστά Να μιλής γι' αυτό σωστά. Να δειπνάς, να γιοματίζης. Κι' άλλο τι να μην αχρήζης.