United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ω! να! μια μυίγα κάθεται εις τη χυτή μου μύτη. . . σε τίνων μύτες αρά γε ως τώρα να επήγες; λοιπόν κι' η μυίγα του Θεού το πάνσοφον κηρύττει; δεν φθάνει όπου ζω εγώ, αλλά να ζουν κι' η μυίγες; Ποιος ξέρει τούτη τη στιγμή, που τόσας σκέψεις κάνω, αν και αυτή φιλοσοφή 'στη μύτη μου επάνω!
Από ντάμες δα άλλο τίποτα, καθιστές γύρω στους καναπέδες, μα να που έτυχε να χορεύουν όλες οι όμορφες κ'οι καλύτερες χορεύτρες . . και δεν πάνε στα κουτουρού οι χορευταράδες, μόνο κάθονται να δουν πρώτα κ' έπειτα διαλέγουνε. Δεν έχει παντεσπάνι! είπ' ο Δάσκαλος, μπαγιάτεψε πια κ’ έγινε παξιμάδι. Βάλ' τη «Ρεζάν», Μηνά ! φώναξε του παιδιού που γύριζε τοργανέτο. . . Και πάλι, χωρίς να ξαποστάσουνε μια στάλα, έσυρε ο Νίκος τη Λιόλια. . . Να βλέπατε το πόδι του το νεανικό κι αντρίκιο, το χαριτωμένο μαζί και δυνατό, που ξέχωρα φανέρωνε το πλάσμα το πλουσιόβλαστο κι ανθισμένο πούτον ώρα του τώρα να καρπίση- πως πατούσε το σανίδι ολόσωμο, ριζώνοντας το νέο δεντρί, και σηκωνόταν πάλι ανάερο μ' ένα τίναγμα ελαστικό και πάλι έπεφτε, στριφογυριστό στον αστράγαλο, βαστάζοντας όλο το κορμί στις μύτες του κ’ έρριχνε γοργότρεχο τη φτέρνα πίσω και γλυστροσερνότανε σα χέλι-λες κ’ είχε ζωή ολόδικιά του και χαρά το πόδι !. . . Μα κι όλο τάλλο το κορμί: τα μπράτσα κ' οι ώμοι, οι πλάτες, η μέση κι ο λαιμός τι τέλεια κι αρμονικά πούχαν τα κουνήματά τους, χώρια το καθένα και τόνα μέσα στάλλο και πάλι όλα μαζί -σα να φιλιούνταν αναμεταξύ τους, σα νάνθιζαν τώρα δα, ξαναγεννημένα σ' ένα λουτρό χρυσόρρευστο από φως και ηδονή, σε ζωή τρισμάκαρη . . . Και η Λιόλια το κοριτσάκι με το κοντοφούστανο τανεμιστό, με τα τρεμόχαρα στηθάκια που κρυφοζούσαν μες ταέρινο ποκαμισάκι ίδια χλωμά ροδάκινα κάτω απ’ τη φυλλωσιά στο βραδυνό ταγέρι, με τα χείλια σα στόμα λουλουδιού που σιγανοίγει να φιλήση τον ήλιο έπεφτε απάνω του σαν ένα πράμα λευκό κι απαλό, σαν πιτσούνι άσπρο που με τα πούπουλά του του σκέπαζε το νου.
Λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα. Τα χέρια σας είνε σαν κουλά. Λα, λα, λα, λα, λα. Ψηλά το κεφάλι. Οι μύτες των ποδιών σας απ' έξω. Λα, λα, λα. Ίσιο το κορμί σας. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αι! Ο ΜΟΥΣΙΚΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Θαυμάσια! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αλήθεια! μάθετέ μου τις ρεβεράνς που πρέπει να κάνω όταν πρόκειται να χαιρετήσω μια μαρκησία. Θα μου χρειασθή ύστερ' από λίγο.
Γιατί τον βρήκε στο στερνό σφοντύλι, εκεί που σμίγουν 465 ο σβέρκος με την κεφαλή, και τούκοψε τα διο του ποντίκια· και σαν έπεσε, κεφάλια στόμας μύτες έφαγαν χώμα πριν πολύ, πριν σκέλος φάει και γόνα.
Η περισκελίδα του είναι στενή, από πράσινο ανοιχτό ύφασμα με μαύρες χονδρές ραβδώσεις. Τα μαύρα υποδήματά του κεντημένα με χρυσάφι, τελειώνουν σε πολύ μακρυές μύτες από δέρμα μαλακό. Ο Ποιητής υποτίθεται πως είνε οφφικιάλιος της Αυτοκρατορίας και ζη στην πρώτην εποχή των Σταυροφοριών.
Γκρεμίστηκε κι' αφτός σιμά στη ρόδα του οχ τ' αμάξι χάμου, και μύτες στόματα κατάγδαρε κι' αγκώνα. 395 Δίπλα ο Διομήδης μέριασε, και βάρα βάρα τ' άτια 398 απ' τους λοιπούς πολύ μπροστά ξεπέταξε, τι θάρρος έβαλε στ' άλογα η θεά και τούδωκε τη νίκη. 400 Δέφτερος πίσω του έτρεχε ο καστανός Μενέλας. Τότε έκραξε ο Αντίλοχος στο γονικό ζεβγάρι «Ομπρός κι' εσείς στα τέσσερα με δρασκελιές μεγάλες!
— Ας όψωνται, Θεέ μου, συχώρεσέ με! αναστέναξε.. Έσβυσε το λύχνο και τράβηξε να πλαγιάση. Περπατούσε στις μύτες των ποδαριών να μη ξυπνήση την παπαδιά. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Άξαφνα στάθηκε σαν αλαφιασμένος. — Τ' είνε πάλι τέτοια ώρα; Η πόρτα χτυπούσε δυνατά. Ένα ραβδί έδερνε την πόρτα, νταπ-ντουπ, ολοένα δυνατώτερα, ανυπόμονα. — Ανοίξτε, λέω. Ανοίξτε. Θέλω τον παπά! νταπ! ντουπ!
Τα μέλη τούκανε αλαφρά — τα γόνατα τα πόδια — και στο βραβεία ότι είτανε σε λίγο να χοιμήσουν, βλάφτει τον Αία η Αθηνά, και να! γλυστράει πατώντας σβουνιά χυμένα πούταν κει μουγκρόφωνων βοδιώνε, 775 πούσφαζε στου Πατρόκλου πριν ο άξιος Αχιλέας· και πέφτει, και του γιόμισαν σβουνιά το στόμα οι μύτες. Τότες αρπάει του γέρου ο γιος Λαέρτη την κροντήρα σαν ήρθε πρώτος· κι' έμεινε το βόδι για τον Αία.
Παρατηρήστε καλά, πως οι μύτες έγιναν για να φορούν γυαλιά· κ' έτσι έχομε γυαλιά. Τα πόδια είναι ολοφάνερα, κανωμένα για να φορούν παπούτσα, κ' έτσι έχουμε παπούτσα.
Λέξη Της Ημέρας