United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρεμος, απαλή, πηκτή η γαλανή θάλασσα, την έφερεν ελαφράν εις τα δροσερά της νώτα, κούκλαν μικράντην καταπρασίνη αγκαλιά της, θαρρείς κ' η θάλασσα επλάσθη δι' αυτήν. Κ' εκείνη γλυκά-γλυκά την έψαυε, καταπρασίνη, αρμονικώς συνδυάζουσα το χρυσαυγές χρώμα της με το γλαυκόν της θαλάσσης χρώμα, θαρρείς κ' επλάσθη διά την θάλασσαν. — Ν' αρμένιζα μαζί της! Η θάλασσα, μπονάτσαλάδι, κοιμάται.

Είναι κάτι πύργοι εδώ κ' εκεί, και έχουν φυτρώσει δέντρα πολλά και πυκνά γύρω τους· ανάμεσα σε κάτι τάφους τουρκικούς, πνιγμένους μες στον ίσκιο και στη δροσιά, και μπλεγμένους μέσα στα χαμόκλαδα, είναι κρυμμένο ένα ήσυχο τζαμί· τόπος ταιριασμένος για την ατάραχη, την απαλή, τη σιωπηλή την τουρκική τη σκέψη. Σ' έναν πύργο είναι μια καταχωσμένη πόρτα, που μόλις χωρούσα να περάσω.

Στην πλάκα του τάφου του Verlaine, γυμνή και μαύρη, απ' τη δόξα, στην πλάκα του τάφου του αφήκα ένα μικρό τριαντάφυλλο. Ήταν η πόλη σταχτιά, οι λεύκες του Παρισιού γυμνές, η ψυχή μου βαρειά. Άνεμοι της νύχτας! Όταν θα χορέψετε απόψε στο κοιμητήρι των Batignollesμη μου σβύσετε, παρακαλώ σας, την απαλή φλόγα της θυσίας, το τριαντάφυλλο, που το άναψαστης ανησυχίες του! Παρίσι, 1909.

Διότι εν τω σχολείω ωξύνθη ο νους των κορασίδων, ανεπτύχθη το ενυπάρχον εν τη απαλή καρδία τάλαντον και έλαβον τα πρώτα τεχνικά μαθήματα επί των διαφόρων κεντημάτων και πλεκτών χειροτεχνημάτων.

Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Κύριε ξιφομάχε, θα σας μάθω εγώ το επάγγελμά σας. Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Δε δίνω έναν παρά για την απαλή του κίνησι και για την τρίτη του και για την τετάρτη του. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αι! κύριε καθηγητά της ξιφομαχίας! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Α! κύριε χοροδιδάσκαλε! Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΞΙΦΟΜΑΣΚΙΑΣ Αν ορμήσω κατ' επάνω σου... Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Αν σηκώσω το χέρι μου...

Κι ενώ καινούριο κάτι, που χτες δεν το είχε δει, ξανοίγεται στο μάτι: δέντρο που τώρα ανθεί. ή πύργος στη μακρότη, ή μια απαλή πλαγιά, μες στη θερμή λαμπρότη γλυκοβυθά η καρδιά, κι εκεί, σα μεθησμένη, από τη θεία ορμή της μέρας που προβαίνει αφήνει να συρθή. Μα όταν ο ήλιος γείρη κι έρθη το βράδυ αχνό, ξανά στο παραθύρι πηγαίνω κι ακουμπώ.

Εάν η θεία Νοέμι ήξερε πόσο την αγαπώ, δεν θα έκανε έτσι….» «Τζατσίντο! Δώσε μου το χέρι σου. Είσαι καλό παιδί!», είπε ο Έφις συγκινημένος. Σώπασαν∙ έπειτα ο Τζατσίντο άρχισε πάλι να μιλάει με φωνή απαλή, γλυκιά που παλλόταν μέσα στη φεγγαρόφωτη ησυχία σαν παιδική φωνή. «Έφις, εσύ είσαι καλός. Θέλω να σου διηγηθώ μια ιστορία που συνέβη σ’ έναν φίλο μου. Ήταν υπάλληλος, όπως εγώ, στο Τελωνείο.

Τους έδωκε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα της κοινής χρήσεως, μια γλώσσα γεμάτη από λαμπρόηχη μουσική και γλυκό ρυθμό, καμωμένη μεγαλόπρεπη με μια σοβαρή καντέντσα, ή απαλή με μια φανταστική ρίμα, στολισμένη με τα πετράδια θαυμαστών λέξεων και πλουτισμένη με μιαν υψηλήν έκφραση.

Άξαφνα, κοντά το ξημέρωμα, ο Νίκος μες τον ύπνο του άπλωσε το χέρι του απάνω στο κορμί της Βεργινίας. Σε ξυπνάω τη νύχτα κι ο γιατρός είπε πως πρέπει να κοιμάσαι ήσυχη Αυτό ήτον το τελευταίο θανάσιμο χτύπημα για της Βεργινίας την ύπαρξη Ο ήλιος έφεγγε πάλι σήμερα με την ίδια γλύκα σαν και χτες. Η απαλή φεγγοβολιά του σα χάδι ρευστό σιγά-σιγά μαλάκωσε και την αντάρα μες την ψυχή της Λιόλιας.

Πικρά σάλευσε όλος ο σωρός, γεροντικά και σβυσμένα, και φλογερά ματάκια πλημμύρισσαν στα δάκρια, αναφυλητά ακούστηκαν κ' η θλίψη άπλωσε βαρειά τα φτερά της, εκεί στην απαλή ήσυχη κώχη του γιαλιού.