United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν από πού ως πού δεν θα περιγελασθή κανείς, εάν δοκιμάση να επιβάλη να φαίνεται φανερά εις τας γυναίκας η εξόδευσις των τροφών και των ποτών; Διότι δεν υπάρχει άλλο από αυτό, που να το ανεχθή δυσκολώτερον αυτή η φυλή. Διότι, επειδή συνήθισε να ζη κρυμμένη και στα σκοτεινά, όταν συρθή εις το φως διά της βίας, θα φέρη πάσαν αντίστασιν και θα υπερισχύση πολύ περισσότερον από τον νομοθέτην.

Απαντά: — Περίμενε και θα ίδης. Και βλέπω αυτόν τοποθετούντα επί ράβδων σιδηρών μηχανήν, ανυπομονούσαν να εκκινήση και να συρθή προς τα εμπρός επί οδού χωρίς τέρμα. Και ακόμη βλέπω τον Άνθρωπον, να τοποθετή επ' αυτής τον άρτον του, τον οποίον εκράτει εις χείρας του ασφαλώς, και ν' αφίνη την μηχανήν ελευθέραν εις την οδόν την ατέρμονα.

Και μόνο τη γαλήνη της αφίνει να συρθή ίσκιος ατή ράχη ρόδινος και στην πλαγιά ν' απλώση και μόνο την ανάσα της σκορπίζει να χυθή το ράθυμο το δειλινό γλυκά να βαλσαμώση. Με το νερό στα βάθη σου, βουνό, που αργοκυλά και με το πεύκο, ολόγυρα το δάσος που το κλείνει και τον αέρα χαίρεται που φτάνει από ψηλά και στα κλαδιά του χύνεται κύμα και φλοίσβος σβήνει·

Και ανάμεσα, βαθειά, το δάσος καψαλισμένο επρόβαινε από την κλεισούρα με κάποιο αργό λούφασμα, λέγεις κ' επροσπαθούσε να συρθή στην ακρογιαλιά, να χαρή κ' εκείνο το χλιαρό κύμα. Κ' έβγαινεν απ' ολούθε βουή και θόρυβος· από το μελαγχολικό του ζητιάνου οργανέτο και από το βραχνιασμένο λαρύγγι των χαροκόπων.

Βλέπεις ότι όλοι κρέμονται από λεπτότατα νήματα• και ο μεν ένας έχει συρθή επάνω και μένει μετέωρος, μετ' ολίγον δε, όταν εκ του βάρους του θα κοπή η κλωστή, θα πέση και θα κάμη μέγαν κρότον• ο δε άλλος κρεμάμενος εις μικρόν ύψος και αν κρημνισθή θα πέση χωρίς κρότον και μόλις οι γείτονες θα πάρουν είδησιν από την πτώσιν του. ΧΑΡ. Πολύ αστεία αυτά, Ερμή.

Είταν εκεί μερμύγκια που σκαρφαλώνανε στα χορταράκια, μια πεταλούδα που κάθιζε σ' ένα λουλούδι κ' έπειτα πετούσε με λευκά φτερά μακρήτερα στον ήλιο, ένας σκάθαρος που αναποδογυρίστηκε κ' έπρεπε να τον σηκώσουν για να μπορέση να συρθή παραπέρα, μικρά πουλάκια που πηδούσανε γύρω στους βώλους της γις και δεν πειραζόντανε διόλου από την παρουσία του παιδιού, εκεί που ζητούσανε τροφή για τον εαυτό τους ή για τα μικρά τους.

Γιατί, σαν μπη ένας δίκαιος μες σε καράβι με ναύτες παρανόμους κι άξιους για το κάθε, μαζί με την αντίθεη τη γενιά βουλιάζει° ή με τους συντοπίτες του τους εχθροξένους που δεν θυμούνται το θεό, και δίκαιος να ’ναι, στα ίδια δίχτυα πιάστηκε με τους αδίκους κι απ’ του θεού την ίδια οργή χάθηκε μ’ όλους . Έτσι κι αυτός, του Οϊκλέους ο γυιός ο μάντης, φρόνιμος, δίκαιος, ευσεβής κι αγαθός άντρας μέγας προφήτης, σμίγοντας χωρίς να θέλη μ’ αυθαδοστόμους ασεβείς ανθρώπους, όπου να στρέψουν πολεμούν τη μακριά στράτα πίσω, -ο θεός το θέλει -θα συρθή κι αυτός μαζί τους.

Ολίγοι, ολίγιστοι μόλις το εγνώριζον, και μεταξύ των ολίγων αυτών ήσαν οι υπάλληλοι του λογιστηρίου του Υπουργείου των Εσωτερικών, οίτινες της έδιδον κατά μήνα μικρόν τι ένταλμα βοηθήματος χρηματικού, δι' ου κατώρθωσεν η μαραμμένη χήρα να συρθή σιγά σιγά προς τον τάφον. Είνε τόσον άνετον πράγμα η άγνοια!

Αλλ' ο Δημήτρης εκ του κόπου, τον οποίον κατέβαλε κατερχόμενος το κατωφερές μονοπάτι του λόφου, κατέπεσεν εξηντλημένος εις μίαν λόχμην ροδοδάφνης, πριν ακόμη κατορθώση να φθάση εις την βρύσιν. Επροσπάθησε να συρθή με τα γόνατα έως εκεί, να πίη ολίγο νερό να δροσισθή αλλά δεν ηδύνατο καλά καλά ουδέ τον βραχίονα να σηκώση.

Κι ενώ καινούριο κάτι, που χτες δεν το είχε δει, ξανοίγεται στο μάτι: δέντρο που τώρα ανθεί. ή πύργος στη μακρότη, ή μια απαλή πλαγιά, μες στη θερμή λαμπρότη γλυκοβυθά η καρδιά, κι εκεί, σα μεθησμένη, από τη θεία ορμή της μέρας που προβαίνει αφήνει να συρθή. Μα όταν ο ήλιος γείρη κι έρθη το βράδυ αχνό, ξανά στο παραθύρι πηγαίνω κι ακουμπώ.