United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Δημήτρης εκ του κόπου, τον οποίον κατέβαλε κατερχόμενος το κατωφερές μονοπάτι του λόφου, κατέπεσεν εξηντλημένος εις μίαν λόχμην ροδοδάφνης, πριν ακόμη κατορθώση να φθάση εις την βρύσιν. Επροσπάθησε να συρθή με τα γόνατα έως εκεί, να πίη ολίγο νερό να δροσισθή αλλά δεν ηδύνατο καλά καλά ουδέ τον βραχίονα να σηκώση.

Η απροσεξία των χωρικών οι οποίοι επροθυμούντο θορυβούντες να κολακεύσουν την ματαιοδοξίαν του ενωμοτάρχου, έδωκεν εις τον γέροντα καιρόν να φύγη απαρατήρητος εις τον οικίσκον του. Μόλις δ' έφθασεν εκεί έρριψεν αμελώς εις μίαν γωνίαν το όπλον του και αφέθη ωχρός κ' εξηντλημένος επί μιας παρατυχούσης καλάθου.

Πάνω στον βράχον ανεβασμένα παιδιά και γυναίκες περιμένουν ν' απολαύσουν το θέαμα του σκοτωμού του Αγίου. Μπρος από τον βράχον ανοίγεται διάπλατος ο δρόμος που φέρνει προς την κάτω πόλι. Κοντά στη βρύσι, ο Άγιος Δημήτριος, κατάλευκα ντυμένος και ωχρός σαν άσπρο κερί. Γύρω απ' τα μάτια του ένας κύκλος μαβύς. Είνε εξηντλημένος. Δύο στρατιώται τον υποβαστάζουν με προσοχή από τους αγκώνες.

Κάποτε έπιπτεν εξηντλημένος επί της στρωμνής του, προσεπάθει να κοιμηθή ολίγον, αφίνων δι' αύριον την σκέψιν, αλλά μόλις έκλειε τους οφθαλμούς και η εικών της πρωίας με τας μεγάλας ερυθράς φλόγας των μαύρων λαμπάδων, τα ωχρά πρόσωπα των χωρικών, τα πιναρά των ιερέων και άνωθεν τον κατάμαυρον ουρανόν, απαίσιον πλαίσιον απαισιωτέρας εικόνος, παρουσιάζετο προ αυτού φοβερωτέρα.

Επροχώρησα ολίγον τρικλίζων, κατόπιν εμπερδεύθηκα και έπεσα. Η υπερβολική κούρασις με εκάρφωσεν εκεί και απεκοιμήθην εις την στάσιν εκείνην. Άμα εξύπνησα, απλώσας τον βραχίονα μου εύρον παραπλεύρως ένα άρτον και μια κανάτα νερού. Πολύ εξηντλημένος διά να σκεφθώ επί της περιστάσεως ταύτης ήπια και έφαγα απλήστως.

Αλήθεια; ηρώτησεν ο Δημήτρης, κάπως δυσπίστως. — 'Σ το Χριστό που πιστεύομε· είπεν ο ζωέμπορος μετά πειστικότητος. — Και θα διαβασθή το συχώριοτα χωριό; — Ναι· αν θες πάμε μαζί ως εκεί. — Όχι, δεν μπορώ. Και ο Δημήτρης, επανέπεσεν εξηντλημένος επί της χλοεράς στρωμνής του.

Πνεύμα ρομαντισμού όστις ούτε είχεν αναβλύση εν Ελλάδι ούτε καν είχε φθάση, ότε ανεπτύχθη ή ήκμαζεν εν Ευρώπη. «Μας ήρχετο ο Ρομαντισμός κατά το γήρας του, καταπεπτωκώς ήδη και εξηντλημένος, διά των οχετών των μυθιστορημάτων, ιδία των γαλλικών... Εντός αυτού του θερμοκηπίου ανεπτύσσετο χλωρωτική η λυρική ποίησις εκείνων των ημερών, ζώσα υπό φως ψευδές και εν ατμοσφαίρα εκνευριστική, ένθα ενοθεύοντο αι ιδέαι και επλαδαρούτο το φρόνημα, παραμελουμένης της πρακτικής σκέψεως και προαγομένης μόνης της απράγμονος ευαισθησίας, της κενής κομπολογίας και του ύδρωτος της εκφράσεως ».

Ο Ευρίκιος και ο υιός του Κουάρτος εδήλωσαν ότι αυτοί οι ίδιοι είνε έτοιμοι να εκτελέσωσιν ό,τι τους προστάξη, βέβαιοι όντες, ότι άγιος άνθρωπος, όπως αυτός, δεν ηδύνατο να απαιτήση πράξεις, αίτινες δεν θα ήσαν σύμφωνοι προς τας εντολάς του Χριστού. Ο Ευρίκιος ήτο γέρων όχι τόσον καταβεβλημένος από την ηλικίαν, όσον εξηντλημένος από τας λύπας και τας νόσους. Ο υιός του ήτο δεκαεξαετής.

Δόξα εις το όνομά του! έκραξε χορός φωνών. — Ο Λίνος; Αλλά δεν ήκουσε την απάντησιν, διότι ελιποθύμησεν εξηντλημένος εκ των αγώνων. Όταν συνήλθεν, ευρίσκετο εις ένα κήπον του Κοδετάνου, περιστοιχούμενος υπό γυναικών και ανδρών, και αι πρώται λέξεις, τας όποιας ηδυνήθη να προφέρη υπήρξαν: — Πού είναι ο Λίνος;

Ο Αντίπας διέκρινε τας αλυκάς εις το απέναντι άκρον της Νεκράς θαλάσσης, αλλά δεν έβλεπε πλέον τας σκηνάς των Αράβων. Ωρισμένως θα είχον φύγει. Η σελήνη ανέτελλε και μία ανακούφισις εισέδυεν εις την καρδίαν του. Ο Φανουήλ εξηντλημένος έμενε με την σιαγόνα επί του στήθους. Τέλος ανεκοίνωσε τας σκέψεις του.