United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κάτου τότες έπαιρναν οι Δαναοί να φάνε στο πόδι· κι' άμα απόφαγαν, φορούσαν τ' άρματά τους. Αντίκρυ πάλε οπλίζουνταν μες στο καστρί κι' οι Τρώες· 55 πιο λίγοι, κι' έτσι όμως να παν στη μάχη λαχταρούσαν σφιχτή απ' ανάγκη, μη χαθούν τα τέρια, τα παιδιά τους. Κι' όλες οι πόρτες άνοιξαν, κι' όλοι, πεζούρα αμάξια, χύθηκαν όξω, και βουή σηκώθηκε μεγάλη.

Με μεγάλη βουή μαζεύονται: όλοι κλαίνε εκτός από τον νάνο του Τινταγκέλ. Τότε ο Βασιληάς τους μίλησε έτσι: «Άρχοντες, αυτή η πυρά είναι για τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα, γιατί εγκλημάτησαν». Όλοι φώναξαν: «Δίκη, Βασιληά. Να γίνη δίκη πρώτα. Είναι ντροπή και κρίμα, να τους σκοτώσουμε χωρίς δίκη. Βασιληά, αναβολή και έλεος γι' αυτούς

Έτσι λοιπόν τους πρόσταζε και πίσω τους βαρούσε, και πάλι αφτοί στη συντυχιά προστρέχανε απ' τα πλοία κι' απ' τις καλύβες με βουή, παρόμια σαν το κύμα του πολυτάραχου γιαλού, που σ' ακρογιάλι απάνου μεγάλο κοματιάζεται κι' η θάλασσα μουγκρίζει. 210

Όταν πήγανε στο Βασιληά την είδησι ότι ο Τριστάνος ξέφυγε από τη τζαμαρία της μικρής εκκλησίας, πρασίνισε από το θυμό του, και διέταξε τους ανθρώπους του να φέρουν την Ιζόλδη. Τη σέρνουν. Και εμφανίζεται η Ιζόλδη στο κατώφλι της αιθούσης, απλώνοντας τα λεπτά χέρια της που στάζουν αίμα. Μεγάλη βουή ανεβαίνει από το δρόμο: «Ω! Θεέ, λυπηθήτε την. Αγνή Βασίλισσα, Βασίλισσα τιμημένη.

Τους άλλους του Λαέρτη ο γιος κι' ο θαρρετός Διομήδης κι' οι δυο γκαρδιώνανε Αίιδες, τους Αχαιούς, στη μάχη· 520 όμως κι' οι ίδιοι οι Δαναοί μήτ' απ' τα νταηλίκια των Τρώων κρυφοδείλιαζαν και μήτε απ' τα γιρούσα, Μον στέκανε απαράλλαχτοι σα σύγνεφα που σταίνει ο Δίας σε βιδιάς καιρό στα κορφοβούνια απάνου, ασάλεφτα, όταν του βοριά η λύσσα και πάσα άλλου κοιμάται ανέμου ζωηρού, που με βουή μεγάλη 525 φυσούν και κάθε σύγνεφο μαβρόχρωμο σκορπίζουν· έτσι οι Αργίτες σταθεροί τους Τρώες καρτερούσαν δίχως να φέβγουν.

Φορές φορές, ύστερα από τη βουή που εκύλαε σπορίζοντας το κάθε κύμα, ενιώθαμε να τραντάζη ολόβολο το σπίτι κάτου από τα πόδια μας. Απάνουθε πάλι ο Ταΰγετος εκατέβαζε κύματα τ' ανεμόχολο. Ετάραζαν τα γιαλιά στα παράθυρα. Εκουφοσφύριζε ο άνεμος στα κλαδιά της μεγάλης μουριάς. Εβογκούσε κ' εγύρεβε να ξεριζώση τις τζαμόπορτες της μπασιάς.

Ανάερα πουλάκια επετούσαν κυματιστά κ' έλαμπαν τα χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλα που άρπαξεν ο άνεμος από εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια, της στεριανής ζωής η βουή έφτανε τραγούδι Σειρήνων, γεμάτο από χαρές και γέλοια, δίχως πίκρες και δάκρυα.

Μα εκεί ίσα ας σύρουμε κι' εμείς, που πιο πυκνό τ' ασκέριπεζοί κι' αμάξιααπό κακή ερεθισμένη αμάχη πετσοκοπιούνται, κι' άσβυστη βουή είναι σηκωμένη530

Κι' ο Έχτορας ακόμα δεν τόξερε, τι ολόζερβα της μάχης πολεμούσε κοντά στην ακροΣκαμαντριά, όπου κορμιά αντριωμένα πέφτανε τόσα κι' άσβυστη βουή είταν σηκωμένη 500 γύρω στο γερο-Νέστορα, στον άξιο Δομενέα.

Άσε με, άσε με να φύγω, ίσως σε λίγο είναι αργά. Πήγαινε κάτου. Γύρισε όλο το σπίτι. Και κλείσε τα παράθυρα, Και σφάλοιξε τις πόρτες. Και μην ανοίξης σε κανέναακούς; σε κανένα. Η βουή τώρα ακούεται πια από πολύ κοντά. Ο Φιντής στέκεται μαζωμένος σε μια άκρη και άφωνος. Πάψη. ΥΠΕΡΕΤΗΣ. Όλα σφαλοισμένα. Και τα παράθυρα στο κάτου πάτωμα, κ' η μεγάλη οξώπορτα, κ' η μικρή πόρτα του κήπου.