United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τον είδε τριαντάχρονο λεβεντονιόν να ταράζη και να μαγνητίζη τις ψυχές του πλήθους. Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια εμιλούσε στον λαό, τον εσυμβούλευε και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι τον άκουαν· ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθούσαν.

Η Ζωή της Λιόλιας έπιασε άλλο δρόμο τώρα άλλαξε το σκοπό της τον τραγουδιστό. . Η ζωή είναι τραγούδι που σβύνει- Η ζωή είναι ποτάμι που κυλά. . . Πως τρέχει ένα νεράκι πούρχεται απ’ το βουνό ήσυχο και κελαϊδιστό και στέκεται και βλέπει τον ήλιο και σιγοκυλάει μέσ’ απ’ τον κάμπο και γλυκοκουβεντιάζει με τα λουλούδια που το χαιρετούν κι έξαφνα φθάνει στην άκρη ενός γκρεμού και πέφτει αφρίζοντας σε δάκρυα βουερά κάτω σε μια λίμνη κοιμισμένη και χάνεται στασάλευτά της βάθη τα μαυροπράσινα ;-πώς κάνει φτερά το τραγούδι της ψυχής που λαχταρά και πετιέται κυματιστά πάνω απ’ τα σχοίνα και τις κορφές των πεύκων και πάνω απ’ τα κίτρινα σπαρτά σαν τη σιταρίθρα και άξαφνα βγαίνει ένα σύννεφο μπροστά στον ήλιο της ζωής και το τραγούδι μουντώνει και γίνεται βαρύ κι αργό με τη φωνή γονατισμένη ; -έτσι και της Λιόλιας η ζωή τώρα μονομιάς απ' τη βουή του πόνου έπεσε σε βάθη κοιμισμένα- έτσι και το τραγούδι της ζωής της απ’ τον ήσκιο βάρυνε, μούντωσε και τσάκισε Απ’ την ημέρα που ξαναπάτησε το πόδι της στην κάμαρη πούχε πεθάνει η Βεργινία, σκοτείνιασ' η ψυχή της: ζούσε σα μέσα σε κάποιον από 'κείνες τις συννεφιασμένες νύχτες, τις ασάλευτες και ναρκωμένες, με περίχυτο ένα φως χλωμό απ’ το πνιγμένο το φεγγάρι. . . Κ’ έτσι πέρασε η ζωή της εφτά μήνες χωρίς να βγη απ’ αυτό το ησκιόφωτο. . κάτω απ’ το παντοτεινό πέπλο το συννεφένιο η θλιμμένη αποφεγγιά του βάραινε περισσότερο την ψυχή της παρά νάκανε σκοτάδι- Αυτό το συννεφένιο πέπλο ήτον ο ήσκιος της Βεργινίας Κι όπως ανοίγουν που και που τα νέφελα και φαίνεται το φεγγάρι που ταξιδεύει λυπημένο κι αμίλητο σ' ένα πέλαγος έρημο, πίσω απ’ ασημένια αέρινα βουνά κι αυτά πάλι κλείνουνε στο διάβα του και το πνίγουν-έτσ' ήτον και τις λίγες φορές που κουνήθηκε η ψυχή της απ' τη νάρκη ναναλάμψη σε χαρά η θλίψη.

Πέρα στο Τσιρίγο ο Νότος καλός πρωτομάστορης, έχτισε το τέμπλο σωριάζοντας σύγνεφα θεοσκότεινα και ανώμαλα σαν χάλαρα στη βάσι, στη μέση ανοιχτώτερα, στην κορφή καταγάλαζα· και απάνω στα κυματιστά χείλη, στους πύργους και τις πολεμίστρες, έχυσε πλατύ χρυσογάιτανο και άλλο αποπάνω κατάργυρο και ψηλά φλάμπουρο εσήκωσε τον Αποσπερίτη να λαμπρύνη τη δόξα του.

Ανάερα πουλάκια επετούσαν κυματιστά κ' έλαμπαν τα χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλα που άρπαξεν ο άνεμος από εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια, της στεριανής ζωής η βουή έφτανε τραγούδι Σειρήνων, γεμάτο από χαρές και γέλοια, δίχως πίκρες και δάκρυα.

Σύγκαιρα το Δημητράκη τον κυρίεψε παράδοξη ανησυχία. Τα νεύρα του έτρεμαν, σαν το βελόνι που το πλησιάζει ο μαγνήτης. Ένα κεφάλι κόρης εφάνηκε στην αντικρυνή μάντρα, μισοκρυμμένο στα φύλλα μιας καστανιάς. Μαύρα μαλλιά πέφτανε ζερβόδεξα κυματιστά και λαμπερά. Το σταράτο πρόσωπο, στολισμένο με μαύρα φρύδια σμιχτά και ισκιερά ματόκλαδα καθρέφτιζε γαληνεμένη θάλασσα.

Ωχρόδροση σαν αυγινή μοσκιά με τα χρυσόμαλλα κυματιστά στον άνεμο, με τον άσπρο σάκκο αφρόντιστα κουμπωμένον και το κόκκινο μεσοφόρι σφιχτοσηκωμένο στα γόνατα, ετσαλαβουτούσε στα νερά κ' έτριβε τα σανίδια ξαναμένη, τρελλή. Μέσα στα σμιχτά φορέματα το λυγερό κορμί παράμεστο, λαχταριστό, ολότρεμο, ελάχτιζε σαν αρμονία μουσικής αγρίας την ψυχή μας.

Και λέγοντας σουτ! έβαζε κάτι γέλοια, κάτι τρελούτσικα, πεταχτά, κυματιστά γέλοια που και νεκρόν ημπορούσαν ν' αναστήσουν. Αλλά σε λίγω το γκουχ! γκουχ! εσαχλοβρόντα μέσα στην κάμαρη και η Λενιώ έσβυνε πίσω στο κάσαρο. Έκλειεν ευθύς η πύλη της Παράδεισος κ' έμεναν απέξω ταλαιπωρημένοι, άθλιοι, ταπεινοί και περίλυποι οι εξώριστοι δαίμονες. Εδώ ανέτελε κ' εκεί εφώτιζεν η ημέρα.