United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερα άλλαξε το σκοπό: «Τι να σου στείλω, Ξένε μου, τι να σου προβοδήσω; «Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, «Να στείλω σου τα δάκρυα μου σ' ένα χρυσό μαντήλι.. «Τα δάκρυα μου είναι καφτερά και καίνε το μαντήλι.. Και με την ύστερη λέξη αυτού του τραγουδιού έπεσε σε βαθειά νάρκη. Μια ώρα ακέρια πέρασε, που βαρυοκοιμώνταν στην αγκαλιά του Ύπνου, που μια τρίχα, τη χώριζε από τον θάνατο.

Αλλά και λιπόθυμος αν δεν ήτο η ατυχής κόρη, και νάρκη μολυβδίνη αν δεν εβάρυνε τας αισθήσεις της, τι ηδύνατο να αισθανθή ή να απολαύση η βαρύθυμος καρδία της; Η ευτυχία είνε άχρους ηλιακή ακτίς, αποκτώσα χρώμα μόνον διά του διαφανούς πρίσματος της ψυχής μας· όταν το πρίσμα ήνε αμαυρόν, άχρους απομένει και η ακτίς, ουδέ φωτίζει καν πλέον ή θάλπει.

Ηθέλησε να εγερθή πάλιν να ίδη τον γέροντα, αλλά μόλις η κεφαλή της υψώθη μικρόν και κατέπεσεν ευθύς. Νάρκη τις την κατέλαβε, τα μέλη της απεσκληρύνθησαν· έμεινεν ολίγη θερμότης εις την καρδίαν, αλλά μικρόν κατά μικρόν απεψύγη και αυτή, ως αποσβέννυται η θρυαλλίς παγέντος του περί αυτήν ελαίου. . . . — Να το όφελός σας· έτσι χάνονται οι κουτοί!

Ενόησαν ότι εισήλθον πλέον εις ερημίαν, ης η νεκρά νάρκη εζωογονείτο κατά τι εκ των φαιδρών συνομιλιών των τεσσάρων αδελφών, προς ας ο γέρων πατήρ, προηγούμενος, διηγείτο διάφορα επεισόδια του ναυτικού του βίου, όστις συνεκρούσθη προς τας τρικυμίας και τα πάθη της ζωής τόσον, όσον αι μαύραι δρύες, εν μέσω των οποίων ήδη εβάδιζον, επάλαισαν προς τους κεραυνούς και τας καταιγίδας.

Τι κάθεσαι ακόμη άψυχο ξύλο και βάρυπνο; Δεν εβαρέθηκες του δάσους την νάρκη και την άβουλη ζωή; Ντροπή σου! Έβγα έξω στον ήλιο, στον αέρα, στο φως· έβγα να παλαίψης με το κύμα και να το νικήσης· ώρμησε στηθάτο να ξεσχίσης κουρέλια τον άνεμο. Έλα να γίνης φθόνος της φάλαινας, σύντροφος στο δελφίνι, του γλάρου ανάπαυσις, τραγούδι των ναυτών, καύχημα του καπετάνιου σου.

Και ο Έφις ένιωθε να τον πλησιάζει ο θάνατος, σιγά σιγά, σαν ν’ ανέβαινε σιωπηλός το μονοπάτι συνοδευόμενος από μια ακολουθία περιπλανώμενων πνευμάτων, από τον ήχο του κόπανου κάτω στο ποτάμι των πάνας, από το ελαφρό φτερούγισμα των αθώων ψυχών που είχαν μεταβληθεί σε φύλλα, σε λουλούδια… Μια νύχτα βρισκόταν σε νάρκη μέσα στην καλύβα όταν ξύπνησε απότομα σαν να τον τράνταξε κάποιος.

Αλλά δεν μπορούσα να πω τίποτε ούτε να σκεφτώ τίποτε. Η ευτυχία μού ήρθε τόσο ανέλπιστα, ώστε να μην μπορώ να συνέρθω από τη φοβερή νάρκη, που με κυρίευε ακόμα. Μηχανικά έβγαλα τα γάντια μου και το επανωφόρι μου κ' έστεκα εκεί και προσπαθούσα να συνηθίσω τα μάτια μου στη λάμψη της φωτισμένης κάμαρας. — Δε θέλεις να πας μέσα να τονέ δης; Δεν κοιμάται, είπε η γυναίκα μου.

Βοήθει, Αγία Αναστασία. Καθώς είχα περιεργασθή τον ναΐσκον, είχεν εξημερώσει ήδη. Αι ώραι είχον παρέλθει χωρίς να τας αισθανθώ, κ' εγώ εν τη νάρκη και τη ρέμβη της νυκτός, χωρίς να αισθάνωμαι το ψύχος, είχον διέλθει όλην σχεδόν την νύκτα του Μαρτίου εκείνην εις το ύπαιθρον.