United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και φεύγει ο γέρος. Όσο να ισκιώσουν τα νερά κι' όσο να γείρη ο Ήλιος Απ' όξω απ' το παλάτι του αλαλαγμός κι' αντάρα.

Η ύστερη του χρόνου φτάνει μέρα, Κι' όσο να πάρη ο ίσκιος της κι' ο ήλιος της να γείρη, Θεμελιωμένο επρόβαλε κι' ακέριο το γεφύρι. 'Σ τον πικραμένον Βασιλιά, που μέρα νύχτα κλαίει Της μοναχής του τον χαμό, έρχεται ο νιος και λέει: — Τώστησα το γεφύρι μου, ψυλό και στοιχειωμένο, Και τώμορφο κεφάλι μου δε θα το ιδής κομμένο.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη φωνή, βήμα, κρότος, εις το μικρόν χαγιάτι έξω, και η θύρα, την οποίαν η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, αναχωρήσασα δεν είχε κλείσει εις το μάνδαλον, αλλά μόνον την είχε γείρη, ηνοίχθη πέραν και πέραν, ενδίδουσα εις ώθησιν έξωθεν. — Εδώ είναι, ηρώτησεν ο εμφανισθείς άνθρωπος, εδώ είναι, το σπίτι του Λυρίγκου, του τσοπάνη;

Κι ήρθα πάλι σ' εσέ δέντρο τρανό, με όλη ήρθα την αγάπη την παλιά μου, στον ίσκιο σου ν' απλώσω τα όνειρά μου στο μαγεμένο γύρω δειλινό. Ολόλαμπρος ό ήλιος πάει να γείρη χρυσώνοντας τις πράσινες πλαγιές, γελώντας στις ολάνθιστες φραγές και κάνοντας τον κάμπο πανηγύρι.

Άνθρωποι του Παλατιού μας σήμερα θα διαλαλήσουντο λαό τον ορισμό μου. Ας ερθούν τα παλληκάρια, Ένας το νερό ν' αρχίση το χτιστό, το Κάστρο ο άλλος. Κι' αύριο ως που να γείρη ο ήλιος, πρώτος όποιος τους σκολάση Ταίρι σου να γίνη εκείνος Άρχεψαν τα παλληκάρια. Κείνος πώχτιζε το Κάστρον, ως το μεσημέρι απάνου Έτοιμα, πελεκημένα αράδιασε τα μάρμαρά του. Μάρμαρα βαριοκομμένα, χάλαρα θεόρατα.

Κι ενώ καινούριο κάτι, που χτες δεν το είχε δει, ξανοίγεται στο μάτι: δέντρο που τώρα ανθεί. ή πύργος στη μακρότη, ή μια απαλή πλαγιά, μες στη θερμή λαμπρότη γλυκοβυθά η καρδιά, κι εκεί, σα μεθησμένη, από τη θεία ορμή της μέρας που προβαίνει αφήνει να συρθή. Μα όταν ο ήλιος γείρη κι έρθη το βράδυ αχνό, ξανά στο παραθύρι πηγαίνω κι ακουμπώ.

Να πάη όξω στους κάμπους και να το βρη. Ω! είναι θεριό άγριο μα υπάρχουνε χίλιοι τρόποι να το ημερέψη κανείς, αρκεί μονάχα να το συμπονέση, να γείρη παρηγορητής στα πάθη και στα βάσανά του, να σταλάξη ελπίδες στη μαύρη απελπισία του. ΑΝΝΟΥΛΑ Ω! εγώ το φοβάμαι, το φοβάμαι αυτό το θεριό. ΣΤΑΥΡΟΣ Έννοια σου, τώρα που θα μείνω για πάντα εδώ πέρα, μη φοβάσαι.