United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκάθητο κατά γης με τους αγκώνας επί των γονάτων και την κεφαλήν εντός των χειρών. Τα ολίγα έπιπλα του δωματίου ήσαν άνω κάτω, και σπασμένα εδώ κ' εκεί τρίμματα πηλίνων αγγείων. Σας εξομολογούμαι ότι την στιγμήν εκείνην με κατέλαβεν αίσθημα φόβου. Εσκέφθην ότι ήτο ανοησία μου να υπάγω μόνος εκεί. Αλλά δεν ηδυνάμην πλέον, και αν το ήθελα, να οπισθοχωρήσω.

Παμμιγής βοή ανήρχετο διά των οκτώ ανοικτών μεγάλων παραθύρων, εχόντων όλα σχεδόν τα υαλία σπασμένα και τα πλείστα παραθυρόφυλλα φαγωμένα, τους στροφείς εσκωριασμένους. Τα θρανία χωλά, κινούμενα, χορεύοντα, εφαίνοντο ως σχεδίαι πλέουσαι εντός του κύματος των παιδικών κεφαλών.

Έπειτα άρχισε να περιγράφει το ναό και τα ανάκτορα του Βασιλιά Σολομώντα. Ο Τσουανατόνι αποκοιμήθηκε κι εκείνος ανιστορούσε ακόμη. Έξω τα καλάμια θρόιζαν τόσο βίαια που έμοιαζε να δίνουν μάχη. Την αυγή, βγαίνοντας από την καλύβα ο Έφις είδε πράγματι εκατοντάδες από αυτά να κρέμονται σπασμένα, με τα μακριά φύλλα τους σκορπισμένα καταγής σαν σπασμένα σπαθιά.

Ακαρτερούσαμε λαίμαργα, να ψήση η μάνα τα λαλάγκια, να μας ρίξη κανένα. — Δεν κάνει, μας έλεγε η μάνα, να κάμετε αρχή, πριν αποψηθούν όλα. Δεν το θέλει κι ο Χριστούλης μας! Οι ξερές οι λιοπυρίνες ελαμπάδωναν τόρα στη φωτογωνιά, που καθετόσο επαραγέμιζε το τζάκι η ψυχοπαίδα. Εξερότριζαν τα σπασμένα λιοκούκουτσα κάτουθε στη σιδεροστιά.

Ο Νίκος όμως δεν ήτον τυφλός κι ούτε κουφός να μην ακούη τα τι λέγανε στη γειτονιά και προ πάντων τα κορίτσια καθώς περνούσε: «Κρίμας το νέο να πάρη εκείνη τη χτικιάραΜια μέρα βγήκε η Βεργινία απ' την πόρτα του σπιτιού της ναδειάση το κασσόνι με τα σκουπίδια πίσω από τη γωνιά της μάντρας, κατά το βουνό, που ήτανε σωροί-σωροί λιθάρια και σπασμένα μπουκάλια και πιάτα και παλιόχαρτα και πάτοι από ντενεκέδες και στριφογυρισμένα τσέρκια από βαρέλια και λαμποκοπούσαν όλα στον ήλιο σα θησαυροί ατίμητοι.

Όχι μια όχι δυο μα δεκαείκοσι φορές τον χρόνο, βλέπεις το αγνό νερό να στολίζεται με το αίμα των παιδιών μας και την πύρινη αμμουδιά να δαγκώνεται από τα κεφάλια των αράπηδων και το ακρογιάλι αναστατωμένο από πατήματα και άρματα σπασμένα και νεκρά κορμιά, σαν να επάλαιψαν γίγαντες εκεί. Έτσι έγινε και φέτος και πολλοί καπετάνοι έκλαιαν τους ναύτες τους.

Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κυττάζοντας τον ήλιο, γλύστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του.

Σας παρακαλούμε σας, των παιδιών, να πάρετε όσα πιάτα εύρετε, σπασμένα και γερά, που είνε και πιο εύκολο να τα κουβαλήσετε στα χέρια· σώνει να μας βοηθήσετ' εμάς να μεταφέρουμε σε μέρος σίγουρο ούλες της βέργες και της λαμαρίνες.