United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφτά του δίνω αν τους θυμούς ξεχάσει πια. Ας μερώσει! Ένας, ο Άδης, μέρωση δεν ξέρει ή περικάλια, για αφτό κι' απ' όλους τους θεούς πια τον μισούν στον κόσμο. Κι' ας μη μου κάνει αντίσταση, τι εγώ πιο βασιλιάς του, 160 πιοξέρειγεροντότερος εγώ 'μαι και στα χρόνια

Όσον διά τον καπετάν Στέφον, οι τωρινοί πλοίαρχοι είχαν ξεχάσει πλέον όλα τα παλαιά παραγκώμια και τον περιέγραφον μόνον ως «μπούφον». Το όρνεον εκείνο, ως διηγούνται, φύσει ανίκανον να κυνηγή, όπως κάμνουν τ' άλλα αρπακτικά, κάθηται επί κλάδου ή επί βράχου, όπου η μαύρη μορφή του συγχέεται και γίνεται έν με το βάθρον και με την σκοπιάν του, ανοίγει μίαν σπιθαμήν το πλατύ και λαίμαργον στόμα του, και τα καϋμένα τα πουλάκια, απατώμενα από τον μέλανα γνόφον, καθώς πλέουν εις το κενόν, έρχονται ωσάν τυφλά και πέφτουν μέσα εις το χάσκον, το σπηλαιώδες στόμα του μπούφου.

Έπεσεν επάνω εις χόρτα και άχυρα, και ο δούπος της πτώσεως της ούτε ηκούσθη. Το χαμηλόν παράθυρον μόλις ανείχε μισήν οργυιάν από του εδάφους. Μόνον είχε ξεχάσει να πάρη μαζί το ραβδί της και το καλάθι της, τα οποία ως τόσον ευρίσκοντο δίπλα της, εις το πάτωμα. Ήτον άξιον απορίας, πώς τόσον είχε σαστίσει.

Το πρωί είχα ξεχάσει ολότελα πως είμουνα εγώ, νόμιζα πως έγινα ένα πουλάκι, ένα ωραίο πουλάκι, πως θα πετούσα πάνου στα δέντρα, ύστερα, πάνου στα βουνά, κι από κει στα σύννεφα, πάνου στα σύννεφαήρθατε σεις και με κάματε να γίνω πάλι, να! — να γίνω σαν όλους εδώ κάτου, να θυμηθώ πως είμαι κι εγώ άνθρωπος, να κλάψω, ν' αναστενάξω, να πονέσω...

Ο Έφις τον είχε δει λίγο πριν πάνω στο μικρό κρεβάτι κατά μήκος του τοίχου, με τα βλέφαρα κλειστά, τόσο λεπτά που έμοιαζε να τα διαπερνά το γαλάζιο των ματιών, με τα πυρόξανθα μαλλιά του πάνω στο λευκό του μαξιλαριού και τις γροθιές σφιχτές σαν μωρό που ονειρεύεται. Είχε ξεχάσει καταγής αναμμένο το φως.

Το θάνατό μου μόνο περιμένει για να το σκάσει και γι’ αυτό δεν μπορώ να κλείσω ήσυχη τα μάτια. Πήγαινε στο παλικάρι και πες του να μην την χάσει, να μην ξεχάσει ότι υποσχέθηκε να την παντρευτεί. Να την παντρευτεί, ναι, κι έτσι η ντόνα Νοέμι θα πάψει να τον σκέφτεται. Πήγαινε

Παιδιά ήσαν συμμαθηταί εις το σχολείον του Αλεξάνδρου του Δασκαλάκη, όπου εμάνθανον ομού τα κολλυβογράμματα, εκείνος δε ήτο ως δυο χρόνια πρεσβύτερος αυτού. Τώρα είχε τόσα χρόνια να τον ιδή, όσα είπεν η Μανιά, και σχεδόν τον είχε ξεχάσει. — Και την έχει αρραβωνιασμένην; Επανέλαβε κάπως ένθερμος ο Αγάλλος. — Εδώ και δέκα χρόνια. — Και βρίσκεται στο Μισήρι; — Σου είπα, στο Μισήρι.

Για δυστυχία τους, είχαν ξεχάσει να σηκώσουν στο κατάστρωμα τη βάρκα που είχε δεθή στην πρύμη κ' έσκιζε τη θάλασσα. Ένα μεγάλο κύμα την ξεκόβει από το καράβι και την πέρνει μακρυά. Η Ιζόλδη φωνάζει: «Αλλοίμονο! Δυστυχισμένη εγώ! Ο Θεός δε θέλει να ζήσω αρκετά για να ιδώ τον Τριστάνο, το φίλο μου, μια φορά ακόμη, μοναχά μια φορά. Θέλει να πνιγώ σ' αυτή την θάλασσα.

Η ψυχή του λευθερώθηκε μια στιγμή και πέταξε με κόπο, σα θαλασσοπούλι με λαβωμένες φτερούγες, ανοιχτά, κατά το πέλαγο. Κυνήγησε ανάερα τα λευκά πανιά που φεύγανε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή από πού ερχότανε και πού πήγαινε, είχε ξεχάσει και τα Μυστήρια που κρατούσε ψηλά απάνω απ' το κεφάλι του. Ένας ουρανός χρυσογάλανος έφεγγε ολόγυρά του.

Κι' ο Ποσειδός αρχίζει και λέει, της γης ο σαλεφτής, διο φτερωμένα λόγια 445 «Δία πατέρα, τάχα ζει στον κόσμο απ' άκρη ως άκρη άθρωπος πια που στους θεούς θ' ανοίξει την καρδιά του; : Δε βλέπεις, πάλε εκεί μπροστά οι Δαναοί στα πλοία έχτισαν κάστρο, κι' έσκαψαν χαντάκι γύρω γύρω, μα δίχως δώρα και σφαχτά και των θεών να δώσουν. 450 Αφτό θα φημιστεί ως εκεί που χύνει φως ο ήλιος, μα εκείνο εμείς που μ' ίδρο μας μεγάλο, εγώ κι' ο Φοίβος, του Λαομέδου χτίσαμε, θαν το ξεχάσει ο κόσμος