United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι φύλακες καλόβουλοι εγκρέμισαν τον τοίχο και άνοιξαν μια πόρτα που χιλιάδες ημπορούν να περάσουν μαζί. Αλλά τόσος είνε ο λαός που πηγαίνει ώστε πάντα στριμωμένοι και με καυγάδες κατορθώνουν να έμπουν. Οι γροθιές, οι κλωτσιές και τα μαλλοτραβήματα πηγαίνουν καπνός. Αν δεν ήταν οι διάβολοι να τους χωρίζουν, δεκαφτά φορές θα ξαναπέθαινε καθένας.

Έπειτα τάφησε όλα κι άρχισε πάλι να τρέχη ολόγυρα σα χαμένη απ’ τον εαυτό της. . . Με μιας της ήρθε να χτυπήση με τις γροθιές στο μεσότοιχο της γειτόνισσας.

Ο γέρος σύντροφός του όμως σηκώθηκε ξαφνικά, ψηλός, ταλαντευόμενος σαν βλαστός δέντρου που τον σείει ο άνεμος, έκανε μερικά βήματα και έπεσε επάνω στον Ιστένε ρίχνοντάς του γροθιές στο κεφάλι σαν να’ τανε σφυριά.

Ο υπενωμοτάρχης άρχισε να χτυπά τις γροθιές του στην πόρτα, οι χωροφύλακες να γρατσουνίζουν με τα νύχια τους τα χαμηλά παράθυρα. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε.

Ο Έφις έσκυψε να το σβήσει ενώ σκεφτόταν ότι όλοι οι Πιντόρ τέτοιοι ήταν: αδιάφοροι για την οικονομία και τον κίνδυνο! Μπορεί όμως να είναι καλύτερα έτσι στη ζωή! Γύρισε κι εκείνος ανάσκελα και έκλεισε τις γροθιές. Μέσα από τις τρύπες της σκεπής πάλλονταν τ’ αστέρια και το τρεμούλιασμά τους καθώς και τα ασταμάτητο τρεμούλιασμα των γρύλων έμοιαζε το ίδιο πράγμα. Μύριζαν οι σκλήθρες και οι μέντες.

Μαύρα αίματα τρέχανε, χάσκανε πληγές, άσπριζαν σπασμένα κόκκαλα, φοβέριζαν τον ουρανό γροθιές σφιγμένες· χαρχάλευαν σπασμοί, τάραζαν τη σιγαλιά βόγγοι. Η γη ανάδινε ολούθε οσμή σαπίλας. Η οσμή εκείνη του φάνηκε παράξενη. Σήκωσε τα μάτια μ' αηδία· μα τότε πάγωσε. Καταμεσής στο μετόχι και στη θέση που άγιαζε πριν ο γεροπλάτανος, ένας ήσκιος άσπριζε γονατιστός σα συντρίμμι ταφόπλακας.

Η Νοέμι όμως είπε με πίκρα, σφίγγοντας λίγο τις γροθιές και απλώνοντάς τες προς τον Έφις: «Από τη στιγμή που ήρθε δεν κάνει άλλο από το να μην μας σέβεται. Μάλιστα, ήρθε χωρίς να μας πει τίποτα… Μόλις έφτασε άνοιξε παρτίδες με όλους εκείνους που μας περιφρονούν. Έπειτα άρχισε τους έρωτες με ένα κορίτσι από το χειρότερο σόι του χωριού. Μια που πάει ξυπόλυτη στο ποτάμι!

Κατόπι στάθηκε όρθιος κι' αφτά τα λόγια μίλησε στων Αχαιών τη μέση «Τ' Ατρέα οι γιοι κι' οι άλλοι εσείς χαλκοπλισμένοι Αργίτες, άντρες διο θέλουμε για αφτάτους πιο παλικαράδεςγροθιές να παίξουν στέκοντας αγνάντια δίχως δείλια. 660 Σ' όπιον ο Φοίβος αντοχή χαρίσει κι' έβγει πρώτος κατά πως όλοι εδώ θα δουν, αφτός να το μουλάρι ας πάρει αφτό τ' αμέρωτο και στην καλύβα ας σύρει· κι' ας πάρει τ' ομορφόπλουμο ποτήρι ο νικημένος

Ο Έφις τον είχε δει λίγο πριν πάνω στο μικρό κρεβάτι κατά μήκος του τοίχου, με τα βλέφαρα κλειστά, τόσο λεπτά που έμοιαζε να τα διαπερνά το γαλάζιο των ματιών, με τα πυρόξανθα μαλλιά του πάνω στο λευκό του μαξιλαριού και τις γροθιές σφιχτές σαν μωρό που ονειρεύεται. Είχε ξεχάσει καταγής αναμμένο το φως.

Είπε, κι' εφτύς σηκώθηκε άντρας τρανός στηθάτος, ο γιος του Πανοπιά Επειγός, των γρόθων κατεχάρης. 665 Κι' άγγιξε εφτύς τ' ακούραστο μουλάρι και τους είπε «Πιος είναι... ας βγει... που το διπλό ποτήρι θα κερδίσει. Τι σας το λέω, άλλος κανείς δεν παίρνει το μουλάρι, δε με νικάει, τι στις γροθιέςτο λέωεγώ 'μαι ο πρώτος.