United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε βάσταξα: «Να όψεσαι, του λέω, πούχασα το παιδί μουΓυρίζει και μου λέει μέσα στον κόσμο: «Εγώ να όψωμαι για σεις που κάνετε τα προκομμένα τα παιδιά; Σαν κάνη ο γυιός σου παραλυσίες και μπεκριλίκια, τι σου φταίω εγώΆνοιξε η γη να με καταπιή. Με πήρε το παράπονο κι' άρχισα τα κλάματα καταμεσής στο παζάρι. «Με τα κλάματα δε βγαίνει τίποτε, γυρίζει πάλε και μου λέει.

Κι' ο πιο έρημος ακόμα, και στου βουνού την κορφή και στη μέση του πελάγου να τον βάλης, κάθε ψυχή, κάθε αγρίμι στου λόγγου τα βαθειά, και το καψαλισμένο δέντρο καταμεσής του κάμπου, βρίσκει τον σύντροφό του. Πολλές φορές έκανε με το νου του τη συλλογή τούτη ο Στρατής το Στοιχειό, όταν άκουγε αποπίσω του τα λόγια του κόσμου. Μα ο κόσμος είνε στραβός, έλεγε. Με ό,τι βλέπει μιλάει.

Το χειμαδιό είναι καταμεσήςτης κουκουναριαίς, γερό σαν σπίτι. Ας πέση όσο χιόνι θέλη· τα γίδια του κολλήγα σου θα χορεύουν τώρα γύρωτη φωτιά, και ο γυιος μου θα παίζη το σουράβλι. Και είτα επανέλαβε πάλιν. — Να σ' πω. Να πάω να το φέρω; Και ηγέρθη ημιτρικλίζων ο ποιμήν. — Κάθησαι, κάθησαι, είπεν ο Μπάρμπα Σταύρος. Τώρα θα απολύση η Εκκλησία.

Κ' έτσι τόνομά του μας φέρνει στην περιξάκουστη εκείνη πόλη, χτισμένη κι αυτή από χέρια Ελληνικά, που καταμεσής στην έρημο της Αραβίας έλαμπε σαν αστέρι. Εκεί βασίλεψε η περίφημη η Ζηνοβία σαν απέθανε ο Ωδέναθος, και πρέπει να της χαρίσουμε μερικές αράδες, και για χάρη της, πιο πολύ όμως για χάρη του μεγάλου μας του Λογγίνου, που μέσα στης Παλμύρας τα φοινικόδεντρα βρήκε τον ηρωικό θάνατό του.

Εδώ δα θα βάλω ολίγο κόκκινο και θαλασσί. Το λουλούδι θα γείνη με άσπρο χρυσάφι. Καταμεσής θα κεντήσω ένα κουμπάκι άλικο. Αχ! τι ώμορφο! Το εφίλησεν η αθώα κόρη το αγνόν ανθύλλιον και το έκρυψεν εις τον παρθενικόν κόλπον της, αυστηρώς περιωρισμένον.

Ανήμερα των Φώτων, ημέρα θαυμασία χειμερινή. «Χαράτα Φώτα τα στεγνάΕπάνω εις την κορυφήν του Βράχου, της επάνω Γειτονιάς, έλαμπε κάτασπρο το εύμορφο το μικρό σπιτάκι της κοντούλας Ξενιώς, με την κάτασπρη αυλίτσα του, με μίαν μυγδαλίτσαν καταμεσής.

Και ξαναχτύπησε τη γροθιά του, κάνοντας να ξεχειλίση μια κανάτα, γεμάτη μπρούσκο κρασί, απιθωμένη καταμεσής του τραπεζιού. — Εβίβα! του είπε ο Ρήγας του Μαθιού, ένας βαρελτζής απ' την Κούμη, που τον συντρόφευε. Και σήκωσε το ποτήρι του. — Γιατί τάχα; είπε ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Σου φαίνεται παράξενο τάχα; — Βρε βάλε να πιούμε, ξαναείπε ο Ρήγας του Μαθιού. Λόγια σαπέρα θα λέμε τώρα;

Τ' αυγουστιάτικο το φεγγάρι, κυκλωμένο κι ολόλαμπρο, έφεγγε καταμεσής τ' ουρανού, ίσκιωνε τες φυτιές και τα λαγκάδια, τες σπηλιές και τα ριζιμιά, τους φράχτες και τους πλοκούς, τα κλαριά και τες στοιβανιές· κ' εφώταε περίγυρα τα βουνά όλα και τους γκρεμνούς και το χωριό μέσα. Ήταν θεού χαρά. Μέρα η νύχτα.

Μας πιάνει μια κρυάδα, κοκκαλιάσαμε κι οι δυο. Του λόγου της τα χρειάστηκε μαζί μου. Στρυμωχτήκαμε και οι δυο καταμεσής του μονόξυλου. Άρχιζε να κάνη νερά, και τάζω για λαούτο, να βγάλω το νερό, δεν βρίσκουνταν στο μονόξυλο λαούτο. Σούπα δα! Σα να μας είχε ο διάολος ωρμηνεμένους. Αρχίσαμε να βγάζουμε το νερό με τις απαλάμες μας.

Κ' οι οχτροί της ακόμαόχι δικοί της παρά τ' αντρός και των παιδιών της οχτροί — κ' εκείνοι δεν είχαν κακό λόγο για δαύτη. Η κρεββατοκάμαρα της Ελπίδας έγινε νεκρικός θάλαμος. Καταμεσής η κυρά Πανώρια ξαπλωμένη στην κάσσα της· δε φαινότανε παρά το πρόσωπό της. Το άλλο σώμα της ήταν σκεπασμένο από χίλιων ειδών λουλούδια και βότανα.