United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν ο Ιωσήφ επέστρεψεν εις την Ναζαρέτ, εγνώριζε κάλιστα ότι μετέβαινεν εις μέρος περιωρισμένον, όπου θα έζη ασφαλής, και ότι ολόκληρος η ζωή της Παρθένου και του θείου Τέκνου θα κατηναλίσκετο όχι εις το πλήρες φως της δόξης και του πλούτου, αλλ' εν κρυπτώ εν πενία και εν εργασία.

Και προβάλοντα τον τράχηλόν των, τον παρετήρουν ανήσυχα με τους παιδικούς των οφθαλμούς. Ο Ιωακείμ εσυνείθιζε και έβαλεν από το βάθος του λαιμού του μίαν βραχνήν κραυγήν, η οποία τα καθίστα τόσον εύθυμα, ώστε ωρθούντο ακράτητα επί των οπισθίων ποδών των, και στενοχωρούμενα εις το περιωρισμένον εκείνο μέρος εζήτουν να τρέξωσι.

Συνήθως οι μάλλον περιωρισμένον πνεύμα έχοντες εδέσποζον επί των άλλων διότι φοβούμενοι μήπως ένεκα της ανικανότητάς των και της συνέσεως των εναντίων νικηθούν υπό της ευγλωττίας των και προληφθούν υπό του πολυμηχάνου πνεύματος των εχώρουν τολμηρώς εις τα έργα.

Αλλ' αφού ήρχισεν η χάραξις της οδού της μελλούσης, ως ελέγετο, ν' απολήξη εις Χρούσα, ο Κύριος καθηγητής, αντί του τετραπλού καθ' εκάστην γύρου του εις τον περιωρισμένον και μόνον έως τότε περίπατον εκείνον των Ερμουπολιτών, έφερε τα βήματά του εις την νέαν οδόν.

Η προμήθεια των όπλων εγένετο εν Αγγλία και δεν παρουσιάζει διά το περιωρισμένον θέμα ημών ιδιάζον ενδιαφέρον . Η αγορά των καννονίων εγένετο κατά διαταγήν της κυβερνήσεως, ήτις ήθελεν αφ' ενός μεν ν' ανακαινίση τον οπλισμόν των φρουρίων, αφ' ετέρου δε να οπλίση τον υπάρχοντα στόλον.

Ωρισμένως δε και τόρα η εναντίον αυτών μάχη είναι εναντίον δύο, δηλαδή της πτωχείας και του πλούτου, εκ των οποίων αυτός μεν διέφθειρε την ψυχήν των ανθρώπων με την τρυφηλότητα, εκείνη δε με τα βάσανα παρωθεί αυτήν εις την αναίδειαν. Λοιπόν ποία θεραπεία ημπορεί να ευρεθή διά την ασθένειαν αυτήν εις μίαν νοήμονα πόλιν; Πρώτον μεν να υπάρχη όσον το δυνατόν περιωρισμένον το γένος των καπήλων.

Εδώ δα θα βάλω ολίγο κόκκινο και θαλασσί. Το λουλούδι θα γείνη με άσπρο χρυσάφι. Καταμεσής θα κεντήσω ένα κουμπάκι άλικο. Αχ! τι ώμορφο! Το εφίλησεν η αθώα κόρη το αγνόν ανθύλλιον και το έκρυψεν εις τον παρθενικόν κόλπον της, αυστηρώς περιωρισμένον.

Και διά τούτο λέγουσιν, ότι, ακούομεν διά του κενού και διά του ηχούντος σώματος, διότι ακούομεν διά τινος, όπερ περιέχει περιωρισμένον αέρα. Αλλ' άρά γε το πληττόμενον ηχή ή το πλήττον; και τα δύο ηχούσιν, αλλ' έκαστον κατά τρόπον διάφορον.

Άλλως τε το περιωρισμένον τούτο θέμα έχει ουχί κοινήν σπουδαιότητα.

Ο Κρότων ήρχισε να αναπνέη αέρα εις το ηράκλειον στήθος του και να κινή δεξιά και αριστερά το περιωρισμένον κρανίον του, όπως κάμνουν αι άρκτοι αι κλεισμέναι εις κλωβόν. Εις τα χαρακτηριστικά του όμως ουδεμία ανησυχία διεκρίνετο. — Θα εισέλθω πρώτος! είπεν. — θα με ακολουθήσης, απήντησεν ο Βινίκιος με προστακτικόν τόνον. Και εξηφανίσθησαν εις τον σκοτεινόν διάδρομον.