United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση, την ανασηκώνω ορθή στα πόδια της, την ακουμπάω σ' ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κι όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ' οι άλλοι είδηση, την συνέφερα εγώ.

Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση την ανασηκώνω ορθή στα πόδια της, την ακουμπάω σ' ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κ' όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ' οι άλλοι είδησι, την συνέφερα εγώ.

Κ' οι οχτροί της ακόμαόχι δικοί της παρά τ' αντρός και των παιδιών της οχτροί — κ' εκείνοι δεν είχαν κακό λόγο για δαύτη. Η κρεββατοκάμαρα της Ελπίδας έγινε νεκρικός θάλαμος. Καταμεσής η κυρά Πανώρια ξαπλωμένη στην κάσσα της· δε φαινότανε παρά το πρόσωπό της. Το άλλο σώμα της ήταν σκεπασμένο από χίλιων ειδών λουλούδια και βότανα.

Πίσω από τους καλοκλεισμένους πύργους, η Ιζόλδη η Ξανθή λυώνει κι' αυτή, πειο πολύ δυστυχισμένη ακόμη: γιατί ανάμεσα στους ξένους που την παραμονεύουν είναι αναγκασμένη να φαίνεται διαρκώς χαρούμενη και γελαστή. Και τη νύχτα, ξαπλωμένη στο πλευρό του Βασιληά Μάρκου, αναγκάζεται να δαμάζη ακίνητη την ταραχή των μελών της και της ανατριχίλες του πυρετού. Θέλει να φύγη προς τον Τριστάνο.

Ήμανε 'ξαπλωμένη κοντάτα πόδια των, αλλά αυτοί δεν είχαν ούτε 'μάτια ούτε μυαλό για μένα. «Θα πάω χωρίς άλλο μέσατον πατέρα σουέλεγεν ο Ρούντυ, «πρόκειται περί τιμίου πράγματος». «Πρέπει να έλθω μαζί σουηρώτησεν η Μπαμπέττα. «Αυτό θα σου δώση θάρρος.» — «Έχω αρκετόν θάρροςείπεν ο Ρούντυ· «αλλά αν είσαι και συ μαζί, θα είναι βέβαια ευνοϊκός, είτε θελήση είτε όχιΚατόπιν επροχώρησαν μαζί.

Μα αν δεν το κατορθώσω — κ' έτσι αιστάνουμαι, δε θα το κατορθώσωτότε ήθελα να μου φορέσουν το λευκό μου φόρεμα. Στο κάτω κάτω συρτάρι του κομού είναι όλα τασπρόρρουχα που φορούσε ο Σβεν, ο άγγελός μου. Δόστε μου τα όλα. Βάλτε στην κάσα μου όλα όσα χωρούν από τα πράματά του. Μπορώ να είμαι ξαπλωμένη απάνω και στα σκληρά παιγνιδάκια του ακόμα. Και μια τελευταία επιθυμιά.

Άρπαξε το μαργαριταρένιο θησαυρό απ' τη χρυσή τη θήκη κι' αστραπή χύθηκε και βγήκε απ' το παλάτι. Οι πιστοί τον ακολουθήσανε. Μέσα στο σκοτάδι της φυλακής, απάνω στο μουσκεμένο χώμα, ήτανε ξαπλωμένη, χλωμή σαν θειαφοκέρι, η βοσκοπούλα. Ο Χάρος, κλείνοντάς της τα μάτια, της είχε ξαναδώσει την ομορφιά της και το πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος μέσα στα σκοτάδια της φυλακής.

Κι όταν πέθανε αυτό, έσκυψε κείνος αποπάνω μου περσότερο από πριν, άπλωσε τα μελανά φτερά του απάνω από το σπίτι μου και δεν έφυγε πριν αρπάξει από με και τους δικούς μου εκείνη που μας είταν πιο ακριβή απ' όλα στη ζωή, γιατί μας είταν πιο ακριβή από τη ζωή την ίδια. Σηκώθηκα και κοίταξα όξω. Ακροάστηκα την αναπνοή της και δεν μπορούσα να πιστέψω πως είταν ξαπλωμένη εδώ κ' έμελλε να πεθάνη.

Μα μες στην άσπρη λουρίδα του φεγγαριού φάνταζε κάτι πιο άσπρο ακόμα : ήτον η Βεργινία με το νυχτικό της ξαπλωμένη χάμω μπρος στην πόρτα-για να μπη κανείς μες την κάμαρη έπρεπε να δρασκελίση το κορμί της. Σα νάχε πέση το ίδιο το φεγγάρι απ’ τον ουρανό και νάχε ξεψυχήσει εκεί δα τυλιγμένο μες τα πέπλα των αχτίδων του: έτσι έδειχνε.

Κ' ενώ εκείνα μιλούσανε, ξαπλωμένη αυτή τα κοίταζε οληώρα κι άκουγε τι λέγανε σα να χρειαζότανε καιρό για να νοιώση πως όλα όσα έβλεπε κι άκουγε είταν πραγματικότητα κι όχι φαντάσματα. Έπειτα τα πήρε κοντά της και τα καλονύχτισε μ' ένα φιλί. — Τώρα θα γίνω γλήγορα καλά, είπε. Κι άμα έρθη το καλοκαίρι, ο μπαμπάς θα μας φέρη έξω στα νησιά. Δε χρειάζουμαι να ξέρω πού.