United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόχω καμάρι μου που βάζω κοντά στ' όνομα του μεγάλου μας διηγηματογράφου και το δικό μου όνομα, κ' ευτυχισμένος θα είμαι αν κατορθώσω με αυτή μου την έκδοση να δώσω νέα δύναμη και νέα ζωή στη θύμηση και την αγάπη του κάθε ξενιτεμένου αναγνώστη και για τον τόπο του και για την κοινή μας πατρίδα.

Αν κατορθώσω μονάχα την όψη της αυλής μας ν' αλλάξω, θα είμαι ευτυχής· για παραπάνω δεν το πιστεύω. Είμαι κ' εγώ αμαρτωλός, έχω κ' εγώ το μπόλι της γενιάς μας στο αίμα μου. Ονειρεύομαι, Ελπίδα, δεν το πιστεύεις; ονειρεύομαι πολύ και δουλεύω λίγολιγώτερο απ' ό,τι έπρεπε.

Ζυγίσατε ακριβώς πάντα ταύτα, κ. εκδότα, και αποφασίσετε έπειτα εις ποίον βαθμόν αγραμματοσύνης πρέπει να έφθασέ τις, διά να εκπλαγή ευρίσκων εις σατυρικόν έργον βωμολοχίας. Πολλάς ημέρας επονοκεφάλησα διά να συμβιβάσω τας διαφόρους κρίσεις, τους επαίνους και τας ύβρεις του αθηναϊκού τύπου περί της «Ιωάννας», χωρίς να δυνηθώ να το κατορθώσω.

ΑΡΓΓΑΝ Μου ραγίζεις την καρδιά, αγάπη μου. Παρηγορήσου, σε παρακαλώ. ΜΠΕΛΙΝΑ. Αχ! κύριε, δεν ξαίρετε τι θα πη θερμή αγάπη συζύγου. ΑΡΓΓΑΝ Η μόνη μου λύπη, αν πεθάνω, αγαπημένη μου, είναι ότι δεν απόκτησα ένα παιδί από σένα. Ο κύριος Πυργγόν μου είπε ότι θα με κάνη να το κατορθώσω. ΜΠΟΝΦΟΥΑ Αυτό μπορεί να γίνη ακόμα.

Μη μου ζητής πώς θα έχω να κάμω να το βάλλω εις πράξιν, διότι ούτε εγώ ο ίδιος δεν το ηξεύρω, αλλά θέλω συμβουλευθή με τες περιστάσεις, και κατά πως μου φανή αρμόδιον θέλω κάμει. Το Βασιλόπουλο καταπεισμένον εις τα λόγια μου και εις την πίστιν που είχα διά να κατορθώσω αυτό, με αγκάλιασε και, έπειτα περάσαμε το επίλοιπον της ημέρας εις ηδονές και ξεφαντώσεις.

Μέσα στο βρύχημά του άκουσα χτύπο ξεχωριστό, έναν κουφό χτύπο· και δεν ήταν άλλος παρά τα κόκκαλα που εδέρνονταν συναμεταξύ τους και τα γυμνά ποδάρια ελάχτιζαν με πείσμα τ' άσαρκα μέτωπα, σαν να ελάχτιζαν ίδια τη σκέψι τους, σαν να τους έλεγαν: — Γιατί μας έφερες εδώ! Από απάνω μου ετσίμπαε ο καπετάνιος. — Έλα, τόρα. Έλα και δεν θα κατορθώσης τίποτα. Δεν θα κατορθώσω τίποτα! Κ' εγώ το εκατάλαβα.

Κάτι μέσα μου τρανολαλεί πως μαζί σου όλα μπορώ να τα τολμήσω και να τα κατορθώσω... Εγώ το χέρι και συ το σπαθί. Έλα και θα ιδής... — Άμποτε· ευχήθηκε κείνη αφίνοντας το κεφάλι της στην αγκαλιά του. Και τότε ποιος θα μπορέση πια να μας αντισταθή ; επρόσθεσε σιγαλά, στυλώνοντας τα μάτια ψηλά σε κάποιο μέλλον φωτεινό και τρισένδοξο. — Αψού!... ακούστηκε πίσω τους ένα δυνατό φτάρνισμα.

Θα γνωρίσω όλους τους εργάτες μας από κοντά, θα εχτιμήσω την αξία του καθενός, θ' αδερφωθώ μαζί τους, και θα κατορθώσω στο τέλος να σας βγάλω την ιδέα που έχετε, πως αυτοί είναι οχτροί σας. ΦΙΝΤΗΣ Αυτή την ιδέα ανΤι να τη βγάλης από μένασου είπαθα την αποχτήσης και συ άμα ανακατωθής μαζί τους.

Πριν επιθέσω τέλος εις τα ήδη μακρά ταύτα προλεγόμενα έπρεπεν ίσως, γράφων εν Ελλάδι, ν' απολογηθώ και διά την πολλαχού του βιβλίου μου επικρατούσαν ελευθερίαν, ότι δηλ. ωνόμασα ενίοτε τα πράγματα διά του ονόματος αυτών, αντί να καταφύγω εις τας περιφράσεις εκείνας δι’ ων οι σεμνοί συγγραφείς σκεπάζουσι τας ασέμνους εννοίας των, ως οι πρώτοι ημών γονείς διά φύλλων συκής την γυμνότητά των. Τούτο ηδυνάμην ευκόλως να κατορθώσω αντιγράφων τας φιλολογικάς θεωρίας, όσας ο Βολταίρος, ο Βύρων, ο Κάστης και οι άλλοι προέταξαν των τοιούτων βιβλίων των. Αλλά κατά την γαλατικήν παροιμίαν comparaison n’est pas raison, και έπειτα βαρύνομαι την ταυτολογίαν. Τούτο δε μόνον λέγω, ότι την ελευθερίαν ταύτην εθεώρησα αναγκαίαν και φυσικήν εις το είδος της διηγήσεώς μου ως το άλας εις την θάλασσαν. Ο αναγνούς την Α υ ρ η λ ι α ν ή ν

ΜΕΝ. Και είσαι τόσο οκνηρός, ώστε βαρυέσαι να σκύψης να πιής ή και να πάρης νερόν με την παλάμην σου; ΤΑΝ. Κι' αν σκύψω δεν μπορώ να σβύσω την δίψαν μου• διότι άμα πλησιάσω, φεύγει το νερόν και αν κατορθώσω να πάρω με τα χέρια μου, δεν προφθάνω να βρέξω τα χείλη μου, διότι φεύγει, δεν εννοώ πώς, διά μέσου των δακτύλων και αφήνει στεγνά τα χέρια μου. ΜΕΝ. Φοβερόν αυτό που σου συμβαίνει, Τάνταλε.