United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν Αθήναις, τη 20 Δεκεμβρίου 1900 Άκουσέ με καλώς· απεφάσισα να μη σε φάγω, αλλά να σε καταστήσω σοφόν μεταξύ των ομογενών σου. Δεν λέγω όμως να σε κάμω και άνθρωπον. Πρόσεξε· να γίνης σοφός, όσον αρκεί δι' ένα πετεινόν· διότι εάν γίνης σοφός, όσον αρκεί δι' ένα άνθρωπον, δεν θα βραδύνη η ώρα, όπου θα βγάλης τα μάτια του διδασκάλου σου.

Πες τους ότι την Ελλάδα ταπεινήν δεν υποφέρεις, Πες τους, πες τους, αλλά πες τους, Δεληγιάννη, ό,τι ξέρεις· Και αν δεν μπορέσης πέρα να τα βγάλης συ μονάχος, Ας σε βοηθήση λίγο και ο Άγγελος ο Βλάχος. Έτσι πλέον και οι δυο σας θε να ήσθε αρκετοί, Για να κάμετε βεβαίως εις το έθνος κάτι τι.

Έφερε γύρω κατ' αρχάς εις την αίθουσαν του μη δυνάμενος ουδέ να αναπνεύση από την οργήν, σκοτεινός, αμίλητος, ωσάν πρωθυπουργός προ μικρού δώσας την παραίτησίν του, ουδέ απαντών εις τας ερωτήσεις της ωραίας Γερακίτσας· έως ου τέλος ζαλισθείς εσωριάσθη επί του καναπέ ψιθυρίζων: — Αφού έκαμες κακήν αρχήν να βγάλης από το καφάσι της γυναίκες, κυρ Δήμαρχε, θα έλθη η ημέρα οπού αυταί θα σε στριμώξουν, εσένα, θέλοντα μη θέλοντα, μέσα εις το καφάσι.

Μα δεν έχομε τα έξοδα. «Τα έξοδα βρίσκονται, μου είπε. Σ' ένα χρόνο μέσα θα τα βγάλης. Ας είνε καλά ο Μιχαληός! Να σου βρω εγώ, Νικόλα παιδί μου. Δεν έχω κ' εγώ, μα γιατί σ' αγαπώ και σε λυπάμαι, θα πάρω από το μπατζανάκη μου να σου δώσω...» Σήκωσα είκοσι λίρες κ' έβαλα το σπίτι υποθήκη. Αυτό μούμενε. Έφυγε ο Μιχαληός με το καλό.

ΓΕΛΩΤ. Και τι συμβουλήν περιμένεις από απλήρωτον δικηγόρον; Τι μου επλήρωσες, εσύ; — Ημπορείς, παππού, να ’βγάλης κάτι από το τίποτε : ΛΗΡ Όχι παιδί μου. Από το τίποτε δεν’βγαίνει τίποτε. ΓΕΛΩΤ. προς τον Κεντ. Ειπέ του, σε παρακαλώ, ότι άλλο τόσον’βγάζει από τα βασίλειά του. Αν του το ειπή ο τρελλός, δεν θα τον πιστεύση. ΛΗΡ Α, κακέ τρελλέ!

Όπως μαζύ ανατραφήκαμε αδελφικά και να πεθάνωμε μαζύ μαρτυρικά ο Κύριος το θέλει. Είνε ο θάνατος του δικαίου γλυκύτερος κι' από το μέλι. Την νίκη της ιδέας κατορθώνεις μοναχά διά του αίματος! Εις το όνομα του Πατρός! Και του Υιού! Και του Αγίου Πνεύματος! Δεν θέλω να με 'δής!. . . Μη με φιλήσης. . . μη βγάλης λέξι. . . πάγαινε. . .το πρόσωπο σου μη γυρίσης!. . .

Και όταν ο πατέρας του έμαθεν από τους κτίστας τας απουσίας του και τον επέπληξε, δεν έγινεν επιμελέστερος. Αλλά και ο Σαϊτονικολής, αντί να επιμείνη, του έστειλε και πάλιν βοηθόν και περιωρίσθη να λέγη ότι όλοι οι βοσκοί είναι τέτοιοι βαρεσάριδες, και άμα τους βγάλης από την βοσκικήν δεν είναι καλοί για τίποτε.

Θα γνωρίσω όλους τους εργάτες μας από κοντά, θα εχτιμήσω την αξία του καθενός, θ' αδερφωθώ μαζί τους, και θα κατορθώσω στο τέλος να σας βγάλω την ιδέα που έχετε, πως αυτοί είναι οχτροί σας. ΦΙΝΤΗΣ Αυτή την ιδέα ανΤι να τη βγάλης από μένασου είπαθα την αποχτήσης και συ άμα ανακατωθής μαζί τους.

Τον περισσότερον καιρόν εγύριζεν από μάνδραν εις μάνδραν, από καλύβι εις καλύβι, από κατάμερον εις κατάμερον, χωρίς εργασίαν, και του έδιδαν οι ποιμένες ξυνόγαλα κ' έτρωγε. Κάποτε του έλεγαν·Δεν πας, καϋμένε, Αγκούτσα, να βγάλης τίποτε πεταλίδες κάτω στο γιαλό, ή τίποτε καβουράκια στο ρέμμα μέσα; Τούτο ήτο ασφαλές σημείον ότι τον έδιωχναν. Ο Αγκούτσας το εκαταλάβαινε κ' έφευγε.

Ποτέ δεν είχε ιδεί τόσο όμορφες χάντρες. Ο νέος ο κυνηγός της είπε τότε: — Μην το βγάλης ποτέ απ' το λαιμό σου. Αυτό είναι το θυμητικό της αγάπης μας. Η βοσκοπούλα γύρισε και κύτταξε τα όμορφα μαργαριτάρια στο λαιμό της και δυο δάκρυα στάξανε απάνω στα θαμπά πετράδια. — Ποτέ μου δεν είδα τόσες όμορφες χάντρες, ξαναείπε. Ο νέος ο κυνηγός φίλησε τον άσπρο της λαιμό, με τα θαμπά μαργαριτάρια.