United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πού την εσυναπάντησες, εξαναείπεν ο βασιλεύς; εις ποίον τόπον έστεκε κρυμμένη; ειπέ μου, σε παρακαλώ, και μην αργής εις το να μου το φανερώσης. Τότε του εδιηγήθηκα όλα μου τα συμβεβηκότα, και μάλιστα εξάπλωσα την διήγησίν μου επάνω διά τον εξωτικόν, που είχεν αρπάξει την θυγατέρα του και τα λοιπά. Και ωσάν ετελείωσα όλην την ιστορίαν, ευθύς εσηκώθη ο βασιλεύς και με αγκάλιασε.

Έτσι είπε, κι' όξω το σπαθί τραβάει τ' ακονισμένο που στα πλεβρό του κρέμουνταν, στέρια μεγάλη σπάθα, κι' αφού μαζέφτηκε, χοιμάει σαν κυνηγάρικο όρνιο, που μάβρα γνέφια σκίζοντας κατάκαμπα πλακώνει ν' αρπάξει ανήσυχο λαγό ή τρυφερό 'να αρνάκι· 310 έτσι όρμησε ανεμίζοντας το κοφτερό λεπίδι.

Μακρυά πέρα έβλεπαν την ακτή, αλλά η φουρτούνα είχεν αρπάξει τη βάρκα, και δε μπορούσαν να βγουν έξω. Την τρίτη νύχτα, η Ιζόλδη ονειρεύτηκε ότι κρατούσε στα γόνατά της το κεφάλι μεγάλου αγριογούρουνου που λέρωνε τη ρόμπα της με αίμα, κ' έτσι κατάλαβε πώς δε θα ξανάβλεπε πεια το φίλο της ζωντανό.

Έπειτα σφύριξε σιγά να νιώσει ο σύντροφός του. Μα έστεκε αφτός κι' ανάδεβε τι πιο σκυλήσο τάχα να κάνει, ή τ' αμαξόκουτο συρτό από τ' ατιμόνι μ' όλα τα χαλκοπλούμιστα μέσα άρματα να πάρει — ή και ν' αρπάξει το αψηλά κουβαλητό στους ώμους505 για απ' των Θρακώνε το σωρό να σφάζει ακόμα κι' άλλους.

Μα θωράει ο Επειγός τον άλλο που κοίταζε άνοιγμα να βρει, και παίρνοντας μια φόρα 690 του κοπανάει το μάγουλο, που άλλη γροθιά ν' αρπάξει δεν είχε ανάγκη, μόνε αφτού λες έγινε διο δίπλες. Τότες στα χέρια ο Επειγός τον σήκωσε, και κύκλω 695 τρέχουν οι φίλοι και γοργά τον βγάζουν απ' τη μέση ενώσερνε τα πόδια του κι' αίμας παχύ ξερνούσε με δίπλα κεφαλή γυρτή.

Μα δεν ακούς τι είπε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα, 130 που τώρα μόλις έφτασε στον Έλυμπο απ' του Δία; Ή θες κι' εσύ κακά πολλά να πάθεις, να γυρίσεις άναβλα εδώ στον Έλυμπο με την καρδιά καμένη, κι' εμάς των άλλων συφορές να βάλεις στο κεφάλι; Τι ίσια τους λιονταρόψυχους Αργίτες και τους Τρώες 135 θ' αφίσει, και θα τρέξει εδώ σ' εμάς να ξεθυμάνει, κι' όλους θ' αρπάξει στη σειρά, σφάλλεις ξεσφάλλεις όλους.

Τότες του μίλησε η Λενιό μ' αγαπημένα λόγια «Κουνιάδε εμένα της λωλής, της σιχαμένης σκύλας, αχ την αβγή που η μάννα μου με γέννησε στον κόσμο 345 να θε μ' αρπάξει μια κακή φουρτούνα, και στα όρη να θε με φέρει ή στου γιαλού το φουσκωμένα κύμα, όπου πριν τύχουν όλα αφτά να μ' έπνιγε το κύμα· μα μια οι θεοί και τ' τόγραψαν τέτια κακά να τύχουν, ας έπεφτα καν σ' άλλου αντρός, καλύτερου, τα χέρια, 350 που νιώθει από καταλαλιά και κόσμου κατηγόρια.

Θαρρεί στον ύπνο της, πως μ' έχει αρπάξει από τα γένεια και με τινάζει, γιατί τις μιλάω για τα περιστέρια της Βενετιάς». Ο καπετάν Λαλεχός ταξίδευε κι' αυτός, καθώς έστρηβε τις αλογότριχες. Όλο και στα κανάλια της Βενετιάς βρισκότανε, όλο και την πλατέα του Σαν- Μάρκου έβλεπε μπροστά του. Όλο και περιστέρια πετούσαν γύρω του και τα τάιζαν οι Βενετσάνες στα κάτασπρα χεράκια τους.

Στο τέλος, οι ναυτικοί παρατήρησαν μέσα από τη μαύρη καταχνιά μια ακτή που ύψωνε τους γκρεμούς της και της ξέρες της: κομμάτια θα τους έκανε κει απάνω η θάλασσα. Μετάνοιωσαν. Γνωρίζοντας ότι ο θυμός της θάλασσας ερχότανε από αυτό το παιδίπου, ώρα μαύρη, είχαν αρπάξειαποφάσισαν να το ελευθερώσουν, και τώβαλαν σε μια βάρκα για να το βγάλη στη στεριά. Αμέσως έπεσαν οι άνεμοι και τα κύματα.

Παρακινούσε ο Δάμωνας και το Δάφνη να παχαίνη τα γίδια όσο μπορούσε περισσότερο, λέγοντας, ότι δίχως άλλο κ' εκείνα θα ζητήση να τα ιδή ο αφέντης, ερχάμενος ύστερ' από καιρό. Κ' εκείνος δε φοβότανε ότι δε θα παινευτή γι' αυτά, επειδή και διπλά από όσα είχε πάρει τάκαμε και κανένα δεν του είχε αρπάξει λύκος και ήτανε πιο παχιά από τα πρόβατα.