United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις φτάσαμε εκεί αρχίσαμε να δουλεύουμε.» «Τι δουλειά ήταν;» «Α, ήταν μια εύκολη δουλειά. Κάναμε το εξής: μαζεύαμε το χώμα από το ένα μέρος και το στοιβάζαμε στο άλλο…» «Είναι αλήθεια ότι σκάβουν ένα κανάλι για να περάσει η θάλασσα; Το νερό όμως δεν ακολουθεί το σκάψιμο;» «Ναι, έμπαινε μες στα σκαμμένα, αλλά υπάρχουν μηχανήματα που το τραβούσαν έξω.

Αρχίσαμε να μιλούμε. Και δοκιμάσαμε να παραστήσουμε στο νου μας τη σκηνή που προηγήθηκε από την ερήμωση αυτή. Ο χωρικός, που είχε ιδιοχτησία του τον τόπο, ήρθε στα παιδιά, που κληρονομήσανε το σπίτι. Τους είπε μια και καλή πως τέλειωσε η προθεσμία. Περάσανε τα πενήντα χρόνια κ' έπρεπε να γκρεμιστούν τα σπίτια. Ήθελε πάλι τον τόπο του.

Κατόπιν λοιπόν πάλι αφού εγώ και η καλή γυναίκα μου γεννήσαμε αυτόν τον γυιο, τρανό καυγά για τώνομά του αρχίσαμε. Στήσαμε για πολύν καιρό καυγάδες και βρισίδι, αλλά συμβιβασθήκαμε, και τέλος Φειδιππίδη τον βγάλαμε.

Εις την αρχή υποθέσαμε πως την κρατούν για βιαστική δουλειά εις το καπελλάδικο, καθώς έτυχε και άλλη φορά· έπειτα αρχίσαμε να ανησυχούμε μήπως μας εξέκοψε για να γλυτώση από το λοχία. Αυτό όμως δεν ήτανε εις το χαρακτήρα της, γιατί μας αγαπούσε και ήτανε έτοιμη να κάμη το θέλημά μας. Μετά μισή ώρα πήγα να την ζητήσω στο καπελλάδικο. Με είπαν ότι είχε φύγη τη συνειθισμένη ώρα εις τα επτά.

Κατέβηκ' ένας τους, μου ζήτησε καπνό, τούδωκα μερικά τσιγάρα, τέλειωσε. Παρακείθε, μήτε ψυχή Οθωμανός. Πήραμε τα μονοπάτια, αρχίσαμε τανέβασμα, και το πρώτο πράμα πούπιασε το μάτι μου, εξόν από τις φυσικές ομορφιές, κι αυτές τις αφίνουμε, είταν η ρήμαξη κ' η καταστροφή. Ελιές σύρριζα κομμένες, ή και καμένες, κι ακόμα παραμέσα· όπου χωριό και χαλάσματα. Λυπητερό θέαμα!

Κύριοι, είπε ο ξενοδόχος, βλέπουμε καλά, πως είστε ξένοι· δεν είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε ξένους. Συχωρέστε μας, αν αρχίσαμε να γελάμε, όταν μας προσφέρατε για πληρωμή τα χαλίκια των μεγάλων μας δρόμων. Δεν έχετε, χωρίς αμφιβολία, χρήματα του τόπου, μα δε χρειάζονται για να φάτ' εδώ. Όλα τα ξενοδοχεία τα ιδρυμένα για την ευκολία του εμπορίου πληρώνονται από το κράτος.

Γιατί και του μπάρκου η μάσκα ήταν φαγωμένη· αλλά το άνοιγμα ψηλότερο τόρα έπαιρνε λιγώτερο νερό. Ως τόσο ηύραμε τις τρόμπες και αρχίσαμε το τρομπάρισμα. Εξημέρωσε τέλος ο θεός την ημέρα. Μα τι ημέρα; Ουρανός και θάλασσα είχαν μία θολωμάρα που έσφιγγε την καρδιά. Πλέον συχαμένη αυγή δεν θυμούμαι ν' απάντησα στη ζωή μου!

Αληθινά ο Πιστός ο σκύλος μας, πεσμένος στην πλώρη, συμμαζωμένος λέγεις κ' εφρόντιζε να γίνη όσο το δυνατόν ελάχιστος, με την ουρά κρυμμένη στα σκέλια, το κεφάλι ριγμένο απάνω στα μπροστινά του πόδια τ' αυτιά κρεμασμένα, ανοιγοσφαλούσε τα μάτια κ' εγρίνιαζε μη τολμώντας ν' αλυχτήση από την παρουσία κακού φαντάσματος. Μας έπιασε κ' εμάς τρομάρα και αρχίσαμε τα σταυροκοπήματα.

Και αφού ετελείωσα την ιστορίαν μου αρχίσαμε να κάνωμε ομιλίας αγάπης, και να χαιρώμασθε μετά πολλής ηδονής διά την αντάμωσίν μας. Έπειτα από αυτήν την συναναστροφήν αυτή μου είπεν· επειδή και εσύ μου εφανέρωσες με καθαρότητα το ποίος είσαι, είνε το πρέπον και εγώ να σου ομολογήσω το ποία είμαι.

Γλυκοχάραζε σαν αρχίσαμε να ξεπλύνουμε, ο γέρος τις ματωμένες τις πλάκες έξω, και γω τα ματωμένα τα σανίδια μες το καλύβι. Και σαν έβγαιν' ήλιος απάνω στα κατάβρεχτα τα βουνά, και γελούσε πάλι ο κόσμος, εμείς καθίζαμε πρώτη φορά ύστερ' από τόσες κατάμαυρες ώρες, αγρυπνισμένοι, αποσταμένοι, τρομασμένοι, και με καρδιές ραγισμένες. Τι να σου τα λέω τάλλα, παιδί μου!