United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον μαυροφόρον θάνατον θα πάω να προφθάσω τον βασιλέα των νεκρών, κάτω εκεί στον τάφο έτοιμον των θυμάτων του το αίμα να ρουφήξη. Κ' αν πέσω απάνω του άξαφνα και με τα δυο μου χέρια καλά τον σφίξω, βέβαια κανείς δεν θα μπορέση να μου τον πάρη από εκεί, αν πρώτα δεν αφήση από τα ματωμένα του πλευρά του την γυναίκα.

Χαμήλωσε διψασμένο και το πουλάκι να δροσιστή. Είδε ματωμένα τα φτερά του στους ροδοκόκινους αφρούς. Τάνοιξε φοβισμένο κ' επέταξε. Εχτύπησαν τον αέρα ψηλά τα τινάγματα της τρομαγμένης του φτερούγας. — Είνε μια ακέρια ιστορία που θα σου ειπώ τόρα. Μα πρέπει νάχης το νου σου καλά, και πρέπει να κάμης κ' υπομονή να μακούσης.

Μον ίσα τώρα απάνου του τραβάμετα κοντάρια μη λυπηθείςκι' ας δούμε δα, :θα σφάξει εδώ τους διο μας και ματωμένα λάφυρα θα πάει στα τρεχαντήρια, 245 ή και θα πέσει πρώτα αφτός απ' το βαρύ σου τ' όπλοΈτσι είπε, και με πονηριά τραβάει ομπρός η πρώτη.

Σαν γυρίσης ζωντανός, η βασιλοπούλα θα γίνη δική σου. Το βασιλόπουλο γύρισε και κύτταξε τα ματωμένα του ποδάρια και τα κουρελιασμένα του ρούχα, ύστερα σήκωσε τα μάτια του και κύτταξε το μονοπάτι που σκαρφάλωνε στην κορφή του ψηλού βουνού. Και το πήρανε τα κλάματα. — Αλλοίμονο! είπε. Τα πόδια μου δε με βαστάνε πια. Θα καθήσω εδώ να ξεψυχήσω.

Κι' οι προεστοί των Αχαιών μαζέφτηκαν κατόπι στον Αχιλέα ολόγυρα και τον περικαλούσαν να φάει και κάτι, μα όχι αφτός τους έλεγε βογγώντας «Να ζήστε, αδρέφια, αν μ' αγαπά κανείς σας, μη μου λέτε 305 ψωμί ή κρασί προτύτερα στο στόμα μου να βάλω, γιατί έχω μες στα στήθια μου τα σπλάχνα ματωμένα. Κι' ως να νυχτώσει αν καρτερώ, σας λέω μη με φοβάστε

Νά ένας κύκνος που στη θυμέλη έρχεται.— Έ κύκνε, συ! δεν πας τα κόκκινα ποδάρια σου αλλούθε να κινήσης; και αν με του Απόλλωνα τη λύρα έχης όμοιο τραγούδι, απ' τα τόξα μου κι' αυτή δεν θα σε σώση. Πάρε φτερό και τράβηξε στη λίμνη εκεί της Δήλου, κι' αν δεν πεισθήςεμένα θα τραγουδήσης γρήγορα τραγούδια ματωμένα.

Έτσι πάντα όταν διαβαίνουν, ακούς, το μακελιό, γέρνοντας στο χωριό απ τα λιβάδια κάτω. Τα κράζει, λέει, τ' αθώο αίμα τω σφαγμένων αδερφιών τους, που το πίνει η γη και το ρουφάνε λαίμαργα τα χώματα. Πάνε πάντα εκεί και μαζέβονται ολόγυρα. Αρχινάνε να χτυπούν τη γη με τα μπροστινά. Ανασκάφτουν, κολώνες σηκώνουν τα ματωμένα γύρω τα χώματα.

Κι ας πουν για αφτόν μια μέρα 'Αφτός απ' τον πατέρα του πολύ πιο παλικάρι' καθώς γυρνά απ' τον πόλεμο· και ματωμένα ας φέρνει 480 μαζί του λάφυρα, απ' οχτρό που σκότωσε παρμένα, που ναν τον δει η μαννούλα του και να χαρεί η καρδιά τηςΕίπε, και βάζει το παιδί στης γυναικός τα χέρια, κι' εκείνη πίσω τόγυρε στο μυρισμένον κόρφο και πικροχαμογέλασε με μάτια δακρυσμένα.

Είταν ασάλευτος, και τα στήθια του ματωμένα. Είταν πεθαμμένος ο ακριβός μου! Και καθώς που στέκουμουν και τον έβλεπα, ξερή σαν την πέτρα, έρχουνται πάλι και με τραβούνε μέσα οι σκύλοι. Φοβηθήκανε μην τους ξεφύγω. Εμένα τώρα με βασανίζανε δυο στοχασμοί. Ο ένας να γλυτώσω το γέρο, ο άλλος, &να σκοτώσω& τους φονιάδες του Γιώργη μου. Αυτοί οι Τούρκοι είταν ξένοι. Δε μας ήξεραν.

Μόνος, χωρίς ιπποκόμο, με τα σπηρούνια βυθισμένα στα ματωμένα πλευρά του αλόγου του, έτρεχε στα τέσσερα. Κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο, ο Γκορνεβάλης, τον παραμονεύει: γρήγορα έρχεται, αργά θα γυρίση. Περνάει.