United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν η πίστις των θα εστερεούτο ασάλευτος διά του πανεκλάμπρου γεγονότος της αναστάσεώς Του, όταν αι καρδίαι των θα επληρούντο διά του νέου φωτισμού του Αγίου Πνεύματος και οι οφθαλμοί των θα ενισχύοντο με της Πεντηκοστής τας φλόγας, τότε θα ήρχετο δι' αυτούς η ώρα να εξέλθωσι και διδάξωσι πάντα τα έθνη, ότι ο Ιησούς όντως ήτο ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος.

Σέρνει κι' ο αητός παρόμοιαν, Κι' ανοίγει τα φτερούγια του και χαμηλώνει ολίγο, Κ' ύστερα πάλι ασηκώνεται κι' ολόρθος απομένει Ασάλευτος και σιωπηλός ωσάν μαρμαρωμένος. Κάποτε εμπρός τουτους γκρεμούς διαβαίνουν περιστέρια Και πέρδικες κι' άλλα πουλιά των λαγκαδιών, των βράχων, Και δεν τα καταδέχεται και δεν τα κυνηγάει ... Βοήν και ποδοβολητό ξάφνου τ' αγέρει φέρνει, Ακούεται κ' ένα σούριγμα.

Είταν ασάλευτος, και τα στήθια του ματωμένα. Είταν πεθαμμένος ο ακριβός μου! Και καθώς που στέκουμουν και τον έβλεπα, ξερή σαν την πέτρα, έρχουνται πάλι και με τραβούνε μέσα οι σκύλοι. Φοβηθήκανε μην τους ξεφύγω. Εμένα τώρα με βασανίζανε δυο στοχασμοί. Ο ένας να γλυτώσω το γέρο, ο άλλος, &να σκοτώσω& τους φονιάδες του Γιώργη μου. Αυτοί οι Τούρκοι είταν ξένοι. Δε μας ήξεραν.

Χωρίς ουδέ λέξιν να είπη απέβαλε τα συρτά της κουντούρια και σφίγγουσα διά της μιας χειρός το σκουπόξυλον και διά της άλλης την καρδίαν της, διά να κατασιγάση τους παλμούς αυτής, επροχώρησεν επί των άκρων των γυμνών της ποδών, αθόρυβος και φοβερά ως φάντασμα, προς την κλίνην. Ήδη ευρίσκετο προ αυτής, και ο λόφος έμενεν ασάλευτος.

Στιγμή μικρής ανακωχής μη θέλεις να της δώσης, Μη αργείς, αν περισσότερο μπορείς να την πληγώσης. Υπήκοος ασάλευτος θα βρίσκομαι κοντά σου, Και θα φιλώ μ' υποτανή τ' ανίκητα δεσμά σου. Να καυχηθής, δε γένεται, πως τάχα ο άλυσός σου, Ωσάν κι' εμένα να κρατάη τινάν στον ορισμό σου. Η εδική μου η καρδιά ζιη μοναχά, κινιέται, Καθόσο οχ της σαγίταις σου βαθύτερα κεντιέται.

Κι ο Νίκος καθόταν εκεί ασάλευτος, στριμωγμένος απάνω της, και δεν ήξερε κι αυτός πούθε τουρχόταν τόση χαρά, τέτοιο γούστο για τους μασκαράδες σαν ποτέ του . . . Φρρ ! έκαμε μια κορδέλλα από σερπαντέν και πέρασε μια θηλειά γύρω στα κεφάλια του Νίκου και της Λιόλιας που είδαν κ' έπαθαν ως να ξεμπλεχτούν . . . Πήρε φωτιά τότες η Λιόλια κι άρχισε να ρίχνη το χαρτοπόλεμο με τις χούφτες απ’ τη σακκούλα του Νίκου σ' όποιον περνούσε . . κι ο Νίκος πετούσε σερπαντέν.

Έτυχε τότες Επίσκοπος στην Κωσταντινούπολη ένας γέρος, ήμερος, άκακος, ίσως και λιγάκι ανίκανος, στην ορθοδοξία όμως απάνω γερός κι ασάλευτος. Αυτός λοιπόν ο ΕπίσκοποςΑλέξαντρος τόνομά τουαρνιέται να δώση άδεια να κοινωνήση ένας αποκλεισμένος από της Νίκαιας τη Σύνοδο. Μήτε παρακάλια μήτε φοβέρες δεν τονέ γύριζαν· θεριό μονάχο ο γέρος απάνω στην πίστη.

Τελευτών τους ενουθέτησεν ότι, όστις ακούει τα λόγια ταύτα και ποιεί αυτά ήτο ως συνετός άνθρωπος όστις έκτισεν οικίαν με θεμέλια επί της πέτρας της αρραγούς, ήτις μένει ασάλευτος εν μέσω της βοής των ανέμων και της θυέλλης· αλλ' όστις τα ακούει και δεν τα εκτελεί είναι όμοιος με άφρονα άνθρωπον όστις έκτισεν επί της άμμου, και κατέβη η βροχή, και ήλθαν αι ποταμοί, και οι άνεμοι εφύσησαν και κατέρριψαν την οικίαν· και έπεσε, και μεγάλη ήτο η πτώσις της.

Να μην το βλέπη πια κανένας το γιγαντένιο αυτό το ψέμα, τον ουρανόν αυτόν, που την είδε ξάστερη την αγάπη μου, που τον είδε τον μεγάλο καημό μου, κι ως τόσο έμεινε λαμπερός κι ασάλευτος, σα να μην έσβυσ' ένα αστέρι, σα να μη ράγισε μια καρδιά. Είνε, λέει, καμωμένες οι καρδιές για να σκάνουνε! Να σκάση λοιπόν κι ο ουρανός και να γίνη θρούβαλα! Να πλαντάξη ο κόσμος και να ξολοθρευτή.