United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η πρώτη πιτυχιά έκαμε ν' απλωθή τ' όνειρό του πλατύ σαν θάλασσα. Ήταν περήφανος και αψής και ακράτητος. Είχε την πεποίθηση πως από κείνον άρχιζε νέα ζωή στη γενιά του. Ζωή γεμάτη από τιμές και δόξες. Πολλές φορές σαν καθότανε στο παραθύρι κι αντίκρυζε την πατρική κληρονομιά, έπεφτε σε δράματα. Φανταζότανε όλη εκείνη τη γη αποδοσμένη πάλε στο αίμα του.

Από τη μια λοιπό μελετούσαν το σκέδιο οι δυο οι πρωτομαστόροι, κι από την άλλη άρχιζε ο Ιουστινιανός και μάζευε υλικό. Έφερε τα πιο πλούσια μάρμαρα και τα πια αξετίμωτα αρχαϊκά καλλιτεχνήματα από τα τέσσερα πέρατα της αυτοκρατορίας του.

Από την ώρα που χωρίστηκε από την Ασήμω ο Πανάγος, άρχιζε η γνωστική η μεριά και δούλευε, όλο δούλευε μες στα κατάβαθα του λογισμού του. Σαράκι τον έτρωγε· και τι σαράκι; τρυπάνι και τον διαπερνούσε το νου του. Ησυχία δεν του άφινε η γνώση.

Ο Αριστόδημος αναγκάστηκε ν' αναβάλη την εκδίκηση του για το βράδυ. — Το βράδυ στο τραπέζι θα είνε καλήτερασκέφτηκε κ' ησύχασε. Μόλις όμως άρχιζε το Ησαΐα χόρευε, μπήκε χαρούμενος ο Κουτρουμπής και του σφύριξε στ' αυτί: — Ήρθανε. — Ποιος; — Ο Περαχώρας κι ο άλλος· οι σοφοί. .. — Αλήθεια! φώναξε, πηδώντας όξω από την πόρτα.

Η θάλασσα επάνω άρχισε να σιγοτρέμη και να κυματίζη σκοτεινογάλαζη τόρα, κάπου με αφρούς πλατείς, κάπου με ήχους παράξενους. Ούτε βουτηχτής ούτε ο ανασασμός του εξεχώριζε πουθενά. Ένα ήταν το κύμα και μια η άρμη του. Σείσμα και τάραχον έβγαζε το μεγαθήριο, λέγεις κ' ήθελε να κρύψη επίβουλα το πικρό δράμα που άρχιζε στους κόρφους του.

Και όταν άρχιζε η γλώσσα της και μιλούσε, τότε αρχίζαμε κ' εμείς και τα βλέπαμε, όπως τα είδε κ' εκείνη. Και όταν την άλλη μέρα πηγαίναμε στο σχολείο και μας έλεγε ο δάσκαλος για τους βασιλιάδες τους δικούς του και τους πολέμους των βιβλίων, δεν βλέπαμε τίποτε μπροστά μας. Και λέγαμε κρυφά αναμεταξύ μας: — Αυτά που λέει ο δάσκαλος είνε παραμύθια. Ένα βράδυ φορτωθήκαμε πάλι τη γιαγιά.

Όμως θυμάμαι που άρχιζε μ' ένα α ν τ ά ν τ ε σπαραχτικό, που σούπιανε την καρδιά. Έλεγες, ακούοντάς το, πως είχες μέσα σου, μωρέ μάτια μου, κάτι τι που γύρευε να ξεσπάση. Κ' ύστερα, στο τέλος, ένα α λ έ γ κ ρ ο ξαφνικό, ένα τ ρ ι ο μ φ ά λ ε, ένα φ ι ν ά λ ε μοναδικό. Το φέρνεις στο νου σου; ΦΛΕΡΗΣ — Α! κατάλαβα.

Έτσι κάθε βράδυ, σα μαγείρευε κανένα ψαράκι μες στη βάρκα του και τραβούσε και την τσότρα του, έβαζε κέφι ο Στρατής με τον Στρατή, και ξαπλωμένος απάνω στο πρυμνιό σκαμνί ανάσκελα, κύτταζε τάστρα τουρανού κι' άρχιζε την κουβέντα με τον εαυτό του και με τις έγνοιες του. Περνούσανε οι ώρες χωρίς να τις καταλαβαίνη.

Πλουμιστά φελόνια στην παραμικρή αφορμή. Ως και τα γένεια του γυάλιζαν. Και σαν έβγαινε να δώση ταντίδωρο, άπλωνε το μαλακό του χέρι κ' έδινε ξεχωριστό κομμάτιθα μου πης σε ποιόνα; στον επίτροπο; όχι· στην επιτρόπισσα! Σαν τέλειωνε η λειτουργιά, άρχιζε το ζιαφέτι στου κυρ Θωμά, του επιτρόπου. Σκόλη δεν περνούσε, που να μην τον έχη καλεσμένο ο κυρ Θωμάς.

Μα όταν ερχόταν η άνοιξη και το νερό άρχιζε να τρέχη από τη στέγη στην αυλή, ο Σβεν λησμονούσε όλα τάλλα, εξόν από το πως είταν ένα μικρό αγόρι, που ήθελε να πηγαίνη βαθιά στο δάσος.