Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Ύστερ' από τον Ισαυρικό, έρχεται ο περσικός ο πόλεμος του 502. Τρία χρόνια βάσταξε κι αυτός ο αγώνας με τον προπατορικό μας εχτρό, κι αφού έχασε ο Αναστάσιος την Αμίδα, τη Θεοδοσιούπολη και τη Μαρτυρούπολη, ξαναπήρε πάλε στο κράτος μέσα την Αμίδα με τη συθήκη του 505. Στο μεταξύ καινούριος και μεγάλος εχτρός άρχιζε και μαζευότανε στον Αίμο.
Όταν ετελείωσεν, άρχιζε πλέον να νυκτώνει, αλλά περίεργον! ο δρόμος της τώρα ήτο ίσιος και εύκολος· χωρίς καμμίαν δυσκολίαν ευρέθη αμέσως εις την θύραν του παππού· γελαστή-γελαστή άνοιξε και εμβήκε. — Παππού, του λέγει, μη σε μέλη αν είμαι μικρά, θα σε περιποιηθώ τόσο πολύ, ώστε γρήγορα θα γίνης καλά.
Άρχοντες, ήτανε μια καλοκαιρινή ημέρα, στην εποχή του θερισμού, λίγο μετά την Πεντηκοστή· και τα πουλιά στη δροσιά, χαιρέτιζαν κελαδώντας την αυγή που άρχιζε να χαράζη. Ο Τριστάνος βγήκε από την καλύβα, έζωσε το σπαθί του, ετοίμασε το «Αλάθευτο», και έφυγε να κυνηγήση στο δάσος. Μέχρι το βράδυ κατακόπηκε από την κούρασι.
Μόνον λυπούμαι, πως τούτο ήδη διεδόθη παντού. — Τότε το πράγμα άρχιζε να με πειράζη. Όλοι, όσοι ήρχοντο να δειπνήσουν και με εκύτταζαν, ενόμιζα ότι με εκύτταζαν γι' αυτό! Αυτό μου εχάλασε το αίμα.
Ο ψηλός άνθρωπος με τον μπόγο κατέβηκε σιγά-σιγά τα σκαλιά και πάτησε τη βάρκα. Ο κόκκινος μπόγος κουνήθηκε. Τώρα άρχιζε να ξεχωρίζη σαν άνθρωπος. Φάνηκε το κεφάλι του, τα χέρια του, τα πόδια. Ένας άνθρωπος, κουβαριασμένος, γαντζωμένος από το λαιμό του ψηλού ανθρώπου, κουκκουλωμένος με μια κόκκινη τσέργα.
Ο παπάς, μη θέλοντας ν' ανακατέψη πλειότερο τη χολή της καρδιάς της, ακούμπησε κι' αυτός στο προσκέφαλο κι' άρχιζε να παίζη το κομπολόγι του «τικ-τακ, τικ-τακ... » κ' η Μαριανθούλα έγειρε στην αγκαλιά της γριάς με τα μαγουλα κατακόκκινα από την επιρροή της μεγάλης φωτιάς.
Ξύπναγε η πετροπέρδικα στα τουφωτά κοντοπρίναρα που κοιμώταν, έλουε τον ώμορφο λαιμό και τα καμαρωτά στήθια της στα κρυσταλλόνερα μέσα κι ανέβαινε στην κορφή του γκρεμού κι άρχιζε τον ολόγλυκο κελαϊδισμό της. Η πέρδικα ξύπναγε το βοσκόπουλο στη μάντρα του και το βοσκόπουλο το καλό με τη γλυκειά του φλογέρα ξύπναγεν όλη την πλάση.
Κι ώσπου να χρυσώση και τα δικά μας τα βουνά, γυρίζαμε στο καλύβι με το καλάθι γεμάτο σύκα.... Κατόπι άρχιζε η δουλειά.... Ύστερα έπαιρναν η γυναίκες ταργόχειρά τους και κάμνανε συντροφιά του τζίτζικα κάτω από τη μεγάλη τη συκαμηνιά. Ήρχουνταν κ' η Αγγελάκαινα με τη ρόκα της, ήρχουνταν κ' η Καπλάναινα με το βρακί του αντρού της, και κάμνανε με τις δικές μας χωριό.
Πώς θα τα πάρω μαζί μου!.. Άρχιζε να στενοχωρήται, όταν μια γρηά ήλθε και εστάθη πλησίον της· ήτο εκείνη, η οποία τόσον πολύ την είχε κάμει να κοπιάση! — Σ' επερίμενα, της λέγει, και σου έχω έτοιμο σακκί· άφησε με να τα στοιβάξω εγώ, συ δεν θα ημπορέσης.
Είχε γιομόσει κόσμον η εκκλησία και μέσα και στην αυλή ακόμα. Η εικόνες δεν πρόφταιναν να πάρουν ανασπασμούς. Ο ουρανός άρχιζε να ξεκαθαρίζη απάνου. Ξεσυγνέφιασαν και η όψες των Χριστιανών, οπ' έλαμπαν τώρα τηρούμενες κι' αυλακωμένες κάπου κάπου από δάκρυα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν