United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καπετάν Γιάννης παρασταθείς και αυτός περί το τέλος της ιεράς εκείνης σκηνής, της οποίας είχεν οσφρανθή το ευώδες θυμίαμα διασκορπισθέν από της πρώρας εις όλον το πλοίον, δεν ηδυνήθη να κρύψη ένα δάκρυ και αυτός, μ' όλας τας φαιδράς και θυμήρεις έξεις των τρόπων του, και είπε λαμβάνων και αυτός από τα κόλλυβα: — Οι πεθαμένοι πολλαίς φοραίς έχουν ανάγκην των ζωντανών. Είναι αλήθεια!

ΘΕΡΑΠΩΝ Αν ήταν ξένος ο νεκρός, δεν μ' έμελε να βλέπω εσένα να γλεντάς εδώ. ΗΡΑΚΛΗΣ Βέβαια, για έναν ξένο δεν έπρεπε να μείνω εγώ χωρίς φιλοξενία. ΘΕΡΑΠΩΝ Δεν είναι ξένος ο νεκρός. Είναι πολύ δικός μας. ΗΡΑΚΛΗΣ Πώς; Πάει τέτοια προσβολή ο Άδμητος σε μένα να κρύψη από τον ξένον του τη λύπη του; ΘΕΡΑΠΩΝ Δεν ήλθες σε μια στιγμή κατάλληλη. Εμείς έχομε πένθος.

— Σ' ετρόμαξα; α, α! ανεφώνησεν ο μυστακίας, και διατί, παρακαλώ, ετρόμαξε το Μαριγάκι μας; Αι! . . 'ξεύρω κ εγώ, υπετραύλισεν η ανυπόκριτος κόρη, μήτε την αλήθειαν του τρόμου αυτής κατορθούσα να κρύψη, μήτε την πορφυραν των παρειών της να μετριάση. — Δεν ηξεύρεις; επανέλαβεν ο εισβαλών κατακτητής· και εις εκείνην λοιπόν την κασέλλαν τι ερρίψαμεν, παρακαλώ; — Τίποτε, . . τίποτε, . . ένα γράμμα.

Κ' εστέναζε τόσον δι' αυτήν, ως να την εχώριζεν ολόκληρος ωκεανός εκείθεν, ενώ μόλις απείχε δώδεκα μίλια, και η μικρά ραχούλα του πρασίνου βουνού δεν ίσχυε να κρύψη την ημέραν την υψηλήν οφρύν του λευκού όρους. Και την επόθει τόσον, ως να την είχε στερηθή από χρόνων πολλών, ενώ μόλις από ολίγων εβδομάδων ευρίσκετο εις την γείτονα νήσον.

Π. σφίξας περιπαθώς την χείρα μου, αλλά χωρίς να δώση ουδέ την ελαχίστην προσοχήν εις την κόρην του, επανέλαβε τον περίπατόν του, δεν ηξεύρω τις εκ των τριών ήτον ο μάλλον ευχαριστημένος. Προφανές ήτον ότι ο κ. Π. δεν ηδύνατο να κρύψη την ευτυχίαν του ενώπιον ημών, όσον ημείς ενώπιον αυτού την ημετέραν.

Νομίζω δε ότι και ο Τισσαφέρνης ήθελε το αυτό· αλλ' ούτος μεν ένεκα φόβου, ο δε Αλκιβιάδης, μάρτυς των δισταγμών εκείνων, ήθελε να κρύψη από τους Αθηναίους την ιδίαν του αδυναμίαν. Επροτίμησε λοιπόν να φερθή ούτως ώστε να πιστεύσουν οι Αθηναίοι ότι ο Τισσαφέρνης επεθύμει μεν να έλθη εις συμβιβασμόν, αλλ' ότι δεν ήτο ευχαριστημένος από τας παραχωρήσεις των.

Και να ήθελε να το κρύψη δεν θα μπορούσε, γιατί ο γέρος ήτον καταμπροστά του. «Αφεντικό, του λέει, κύτταξε τι ηύρα. Μη σου έπεσε;» Ο Γιάννης έκαμε πως έψαχνε στην τσέπη του, κ' είπε: «Τωόντι, εμένα μώπεσε». Και έλεγε σαν αλήθεια, γιατί &του έπεσε& πράγματι στον λαχνό... «Καλά, είπε, θα σου δώσω τα βρεθίκια». Τάρπαξε, και τώβαλε στην τσέπη.

Τότε δεν είχε πλέον ανάγκην η Θωμαή να κρύψη την θλιβεράν εκείνην γραμμήν, ήτις κατέλαβε πλέον ολόκληρον εκείνο το λευκόν πρόσωπον, περιβληθέν με μίαν ωχράν κατήφειαν, ως το ωχρόλευκον άγαλμα της απογνώσεως. — Δεν έχεις αλεύρι; την ηνώχλθουν ακόμη μετά καιρόν την γραίαν οι γείτονες και οι παλαιοί πελάται. — Ο Λαλεμήτρος δεν είνε αλευράς, απήντα η γραία.

Κι αν πάλι την κρύψω την κόλαση που μέσα μου βράζει, μα τα λιβάνια που μυρίζουν ακόμα, ταραχνιασμένο το πρόσωπο, τα σβυσμένα τα μάτια, τα χωματιασμένα τα σάβαναποιος μάγος θα μου τα κρύψη! Εσύ, μαύρη νύχτα, θα με σκεπάσης. Εσείς ανέμοι, θα μου δώστε τα φτερά σας, και σεις, σύννεφα, το σκοτάδι σας. Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Συνέσ. Έχετε το νου σας, καλές μου, στη χαροκαμένη την αρχόντισσα.

Ποιανού είταν το γράμμα; τι είταν τα κλάματα; Αμέσως έννοιωσα πως είταν κάτι, — κάτι που δεν το ήξερα. Δεν είχε τη συνηθισμένη της την όψη· ο τρόπος της μου φάνηκε παράξενος και πήγαινα — ο δύστυχος! — να τρέξω να της πάρω βιαστικά από τα χέρια το γράμμα. Πόσο χαίρουμαι τώρα που δεν τόκαμα! Γιατί να μου έρθη υποψία πως γύρεβε τάχατις κάτι να μου κρύψη; Η καημένη!