United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον όταν έτρωγεν η αγαθή γραία, δεν ηδύνατο να κρύψη το παράπονόν της κ' επανελάμβανε: — Τώχ' το αίμα μας πλειο! Είχεν η θειά-Ζωίτσα και δύο θυγατέρας. Αυτό την εστενοχωρούσεν αρκετά.

Έπειτα εστάθη προς μικρόν, επέστρεψε πάλιν εις την θύραν του κοιτώνος, έκλεισεν αυτήν ως και την άλλην θύραν του δωματίου του, την φέρουσαν εις τον διάδρομον, και ελθών εκάθισε προ του τραπεζίου του, εις ου τον σύρτην έσπευσε να κρύψη το βιβλίον. — Δεν πιστεύω, είπε καθ' εαυτόν, να ζητήση ως το βράδυ το βιβλίον της η Ελένη.

Ο Οιδίπους προτρέπει τους Θηβαίους να φανερώσουν τον φονέα και υπόσχεται αμοιβήν εις εκείνον , όστις ήθελε τον φανερώση, όπως απειλεί κ’ εκείνον όστις ήθελε τον κρύψη. Ο Χορός λέγει ότι αγνοεί τα πάντα επί του προκειμένου, συμβουλεύει δε τον Οιδίποδα να ερωτήση τον Τειρεσίαν.

Συγγνώμην .. συγγνώμην... φαίνεται πως σας χτύπησα· είπε ο Περαχώρας. — Μπα, καθόλου .. . Και για να κρύψη τον πόνο του, άρχισε τα γέλοια και τους μορφασμούς σαν παλιάτσος. Σύγκαιρα τον πήραν τα αίματα κ' έφερε το μαντήλι στη μύτη του. — Ω! σας μάτωσα λοιπόν! είπε με θλίψη ο Περαχώρας, προσπαθώντας να κατεβή από τ' άλογο. Μα τι αδέξιος καβαλλάρης που είμαι!

Και ο θείος ο χοιροβοσκός το εσπέρας επανήλθε, ενώ μαζή με τον υιόν ετοίμαζ' ο Οδυσσέας τον δείπνο, με χρονιάρικο θρεφτάρι 'που 'χαν σφάξει. κ' ήλθ' η Αθηνά κ' εκτύπησε τον θείον Οδυσσέα, 455 με το ραβδί και γέροντα τον έκαμεν οπίσω, και ρούχα του 'βαλε πτωχά, μήπως ο χοιροτρόφος, άματα μάτια τον ιδή, γνωρίση τον και τρέξη της Πηνελόπης να το ειπή και δεν το κρύψη ο νους του.

Εγώ δεν ηρώτησα την κυρίαν τι έχει το παιδάκι της. Δεν την γνωρίζω. Η γραία ύψωσε την χείρα της εις τα χείλη και περιστρέφουσα χαριέντως τα δάκτυλα περί το στόμα επροσπάθησε να κρύψη το μειδίαμα, το οποίον εφανέρωνον οι γελώντες οφθαλμοί της. Αντί απολογίας απηύθυνε προς τον έπαρχον δευτέραν και διπλήν μάλιστα ερώτησίν. — Δεν την γνωρίζεις; Ξένη είναι;

Ήθελε να κρύψη από τον γέροντα το ανίατον του πάθους του. Ο ιατρός ενόησε την βωβήν παράκλησίν της. Ήτο συνειθισμένος εις το να ενθαρρύνη τους πάσχοντας δι' απατηλών παρηγοριών. — Προ πόσου καιρού δεν βλέπεις; ηρώτησε τον τυφλόν. Αντί του ερωτωμένου έλαβεν η κυρά Λοξή τον λόγον. — Είναι τώρα τρία χρόνια που ήρχισε να ολιγοστεύη το φως του· Έλειπε ο κακόμοιροςτα ξένα από νέος.

Η αλήθεια ήταν πως δε βαστούσε πια κι' αυτός. Έκαμε να το κρύψη, έκανε να δείξη κουράγιο, μα δε βαστούσε. Η αγρύπνια, το μούσκεμμα, η νηστεία τον είχαν γονατίσει. Οι ρεμματισμοί σήκωσαν κεφάλι.

Αυτός δεν έχει λάβει ακόμη την νίκην, απεκρίθη η βασιλοπούλα, ξανασκεπάζοντας το πρόσωπόν της διά να κρύψη την σύγχυσίν της και τα δάκρυά της που έμεινε νικημένη. Έχω να του προβάλλω και άλλα αινίγματα ακόμη, το οποίον θέλω το κάμει αύριον.

Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να φάη ςτον άλλον κόσμο... — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν του.