United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ρητόν τούτο εφαρμόζεται και εις τα μήλα, ων η κατάχρησις, ως κατωτέρω φαίνεται, έγεινε παραίτιος πρωτοφανών δυστυχημάτων. Ούτω την νύμφην Ηχώ ηγάπα περιπαθώς ο κάλλιστος της εποχής εκείνης νεανίας, ο υιός του Κηφισσού και της Λιριόππης.

Ο νέος έκυψε περιπαθώς και της εφίλησε τα άκρα των δακτύλων της χειρός της, σκεπτόμενος ότι ήτο αθώος, ναι, όπως πολλοί οίτινες κατεδικάσθησαν αδίκως, ως λέγει η ιστορία, εις τον επί της πυράς βραδύν θάνατον. Εκείνη προσέθηκεν αυστηρώς·Αν ήθελα να κάμω τον έρωτα, το σιγουρότερο θα ήτο να μένω σιμά στον μπάρμπα-Μοναχάκη. Απόδειξις ότι δεν θέλω, είνε ότι εκίνησα να πάω πίσω στους γονείς μου.

Η Μάρω θα παρεκάλει επιμόνως την μητέρα της να της δώση τον Γιάννο να παίξη ολίγον, εκεί δε εις την αυλήν, θα της ήρπαζε κάτι ο Γιάννος κ' επιτηδείως μικρόν κατά μικρόν, θ' απεμακρύνοντο των βλεμμάτων της μητρός των. — Τόρα να σε ιδώ, να σε ιδώ πολύ, είπεν η Μάρω περιπαθώς. — Κ' εγώ.

Εκίνησα την κεφαλήν και την χείρα ως αν έλεγα· «Το γνωρίζω, και τούτο αρκεί.» — Αχ, κύριοι, επανέλαβε μετά βραχείαν σιωπήν ο Κ. Σπυράκης· εκείνο το οποίον ημπορώ να σας είπω είναι ότι ο Νίκος την ηγάπα περιπαθώς. Αλλ' εκράτει μυστικόν τον έρωτά του. Ούτε ο Κύριος Μελέτης τον ενόησεν ούτε ο πατήρ του.

Κάπνιζε, φίλε μου, κάπνιζε, λατρεία μου, όσον θέλεις και οπόταν θέλεις. Εις τους όρους, τας συμφωνίας και τα συμβόλαια ευτυχία δεν υπάρχει! Κάτω οι όροι· και ζήτω η πλήρης και τελεία ομόνοια! Και τον ενηγκαλίσθη περιπαθώς.

Έψαλε δι' ωραίων στίχων τον αποχωρισμόν της πατρίδος, και εμοιρολόγησε περιπαθώς την απώλειαν φίλων ή άλλων φιλτάτων της πατρίδος τέκνων. Εγεννήθη ποιητής εις &Συρράκον&, την πατρίδα άλλου εθνικού ψάλτου, του Ζαλοκώστα και ετελεύτησε με το άσμα εις τα χείλη αυτού.

Το μειδίαμα εκείνο το υπέλαβα τότε ως έκφρασιν ευχαριστήσεως διά των χρημάτων την διάσωσιν. Αλλ αφού απέκτησα κ' εγώ τέκνα, τότε μόνον εννόησα την αληθή του σημασίαν. ― Τι με μέλει τώρα περί χρημάτων; δια σε, υιέ μου, με μέλει ! Ιδού του πατρικού εκείνου μειδιάματος η έννοια. Με ηγάπα ο πατήρ μου• με ηγάπα περιπαθώς. Ποτέ δεν μου το απέδειξε δι' εκχύσεων ή επιδείξεων τρυφερότητας.

Τα άστρα τρέμουν παιγνιώδη εν τω κυαναυγεί στερεώματι, ως να τα εξήγειρον τώρα δα του βαθέος ύπνου αι πρώται της ηούς ακτίνες. Δύο ηδύλαλοι αηδόνες κελαδούν περιπαθώς το εωθινόν εν τω κηπαρίω, αφ' ου αναδίδεται ευωδία μεθυστική αρωμάτων.

Λευκή το πρόσωπον, λευκή την περιβολήν, λευκή και την καλύπτραν, υπό την οποίαν εξηνεμίζοντο ξέπλεγα τα μαλλιά της, μόνον το πρόσωπόν της ήτο εκτάκτως και θαμβητικώς λευκότατον, ο αθέρας του λευκού. Εις την ψυχήν του ο ιερεύς ησθάνθη χαράν και αγαλλίασιν ενεκλάλητον. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή και ώρμησε να την εναγκαλισθή κράζων περιπαθώς: — Κουκκίτσα μου! Κουκκίτσα μου!

Μετά το τέλος του μνημοσύνου ο ιερεύς φέρων την στολήν του, κρατών λαμπάδα και θυμιατόν, εξήλθε του ναού και κατόπιν αυτού η συμπαθής καλογραία, ήτις, μετά λύπης παρετήρησα ότι ην χωλή η δυστυχής, μετά δεινού κόπου σύρουσα τον έτερον των ποδών της, υποβασταζομένη περιπαθώς υπό του νεαρού ζεύγους των συζύγων.