United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι πρώτοι πελάται του Μανώλη ήσαν ο Αστρονόμος, όστις προσηνέχθη να τον οδηγή και τον βοηθή εις την εργασίαν, και ο Μπαρμπαρέζος, όστις προσηνέχθη με όχι ολιγωτέραν προθυμίαν να τον βοηθή εις την κατανάλωσιν· να πίνη καφέδες και να καπνίζη ναργιλέδες, χωρίς να πληρώνη. Από την πρώτην δε ημέραν ο καταστηματάρχης έπαθε μίαν σπουδαίαν ζημίαν.

Η εξακολούθησις αυτής δεν επέτρεψεν εισέτι την εκεί έρευναν, αλλ' άνωθεν ουδέν φαίνεται επιπλέον, ούτε πτώμα, ούτε σανίς, ούτε σινδόνη. Ο άνεμος πνέει νοτιοδυτικός, ώστε κατά πάσαν πιθανότητα θα φέρη το λείψανον του πνιγέντος προς τας ακτάς της Τήνου». Είχε σχεδόν κενωθή η τραπεζαρία του ιατρού, όπου οι πελάται επερίμενον την σειράν των.

Έμενον εισέπεριμένοντες να ίδουν τ ο ν ι α τ ρ ό ν τρεις πελάται, ή μάλλον ειπείν τέσσαρες: Μία κυρία κομψή με την μικράν θυγατέρα της, έχουσαν τους οφθαλμούς δεμένους με λευκόν επίδεσμον, — είς κύριος μεσόκοπος φέρων ομματοϋάλια, αλλ' υγιής άλλως τους οφθαλμούς, κατά το φαινόμενον τουλάχιστον, — και είς νέος. Ο νέος ήτο φοιτητής της φιλολογίας προπαρασκευαζόμενος διά τας εξετάσεις του.

Ο δε χαρτόμαντις θεός, το μεν χαριζόμενος εις τα απροσμάχητα θέλγητρα της συναδέλφου του, το δε και πιστεύων εις τους ιδίους αυτού χρησμούς πολύ ολιγώτερον ή όσον επίστευον εις αυτούς οι θνητοί του πελάται, υπεσχέθη το ζητηθέν, και ετήρησε την υπόσχεσιν αυτού την επομένην ημέραν, ότε λίαν πρωί προσήλθε και πάλιν ο βασιλεύς και έκρουσε την θύραν του εργαστηρίου του. «Τέρας, είπεν εις αυτόν, αλλ' όχι άνθρωπος θα νυμφευθή την θυγατέρα σου.

Τότε ο Γιωργής της Θασίτσας μποτίλιες-μποτίλιες εκουβαλούσε το τσίπουρο, εν ώ ο κυρ-Μάρκος, ο πολυλογώτερος των δικολάβων, υπό τους ατμούς του καίοντος ποτού απήγγελλεν αλύπητα εγκώμια υπέρ του φίλου του πταισματοδίκου, αν ηθωόνοντο οι πελάται αυτού, ή αράδιαζε φοβερά κατηγορητήρια, αν κατεδικάζοντο.

Αλλά τώρα με συγχωρείς να σ' αφήσω, προσέθηκεν ο Γιαννάκης μειδιών. Οι πελάται μου βλέπεις ανησυχούν. Πλησιάζει η εκκαθάρισις του μηνός, και έχομεν εργασίας· το εσπέρας όμως σε θέλω· θα έλθω να σε πάρω από το ξενοδοχείον σου. . . . Πού κατέλυσες; — Εις την Μασσαλίαν. — Λοιπόν αναβλεπώμεθα. Και οι δύο φίλοι εχωρίσθησαν.

Τόσον υποχρεωτικός ήτο, ώστε όταν οι πελάται του αγάδες δεν είχον πλέον χρήματα να του δίδουν, τους εδάνειζε με τόκον διά να εξακολουθούν να δαπανούν και ναποκτηνούνται διά της μέθης. Δεν εφοβείτο δε να χάση τα δανειζόμενα, διότι είχεν υπέρ αυτού την σχεδόν απεριόριστον εξουσίαν του Μουδίρη.

Άμα εισήλθεν εις την τραπεζαρίαν, οδηγούσα τον τυφλόν, έρριψε το βλέμμα περί εαυτήν και εστάθη διστάζουσα. Εις το χωρίον της ο ιατρός δεν είχεν αντιθάλαμον, ούτε επερίμενον οι πελάται την σειράν των. Την ετάραξε δ' έτι μάλλον η σιωπή των περιεστώτων, οι oποίοι την παρετήρουν μετά περιεργείας, χωρίς να φαίνωνται έχοντες ουδεμίαν σχέσιν ο είς προς τον άλλον.