United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μόνον οι γυναικούλες του χωριού, που δεν είχανε ξεχάσει τον τρελλό με τα μακρυά ολόξανθα μαλλιά, με το χλωμό πρόσωπο και τα βαθουλωμένα μάτια, αναστέναζαν βαθιά: «Ω! ευτυχισμένε, που είδες τον ΠροφήτηΚι' από τότε, όταν γυρίζουν οι γυναικούλες καλοκαίρι κι' άνοιξι απ' τα χωράφια και τις ακροποταμιές, γλυκομιλούν και λένε ακόμα για τον ωραίο τον Προφήτη.

Μα αν ζουν στον κάμπο, εγώ στερνά με μάλαμα κι' ασήμι τους ξαγοράζω, τι έχουνε στον πύργο οι θησαβροί μου· 50 μα αν τώρα πια σκοτώθηκαν, στα βάθια αν είναι τ' Άδη, 52 για μας αχ που τους κάναμε, για μας θα μείνει η πίκρα, μα ο άλλος κόσμοςτί θαρρείς; — μια αβγή θαν τους θρηνήσει και θα ξεχάσει, εξόν κι' εσύ παιδί μου, αν μας ρημάξεις. 55 Μόνε έμπα, γιε μου, στο καστρί, εσύ που της πατρίδας είσαι ο σωτήρας, τι ύστερατί βγαίνει; — θα δοξάσεις το σκύλο αυτό, μα, γιε μου, εσύ τη λεβεντιά θα χάσεις.

Σε λίγο άνοιξε το στόμα του: — Πάμε να πάρωμε καμμιά μπουκιά; Ώρα είνε... είπε. Σηκωθήκανε κ' οι δυο και τραβήξανε τον ανήφορο. Το άλλο βράδυ, στο ίδιο το τραπέζι, στα ίδια τα σκαμνιά κ' οι δυο τους. Ο Καπετάν Γιάννης είχε ξεχάσει να παραγγείλη τον ναργιλέ του κι' ο Μιχαληός δεν είχε το τσίπουρο μπροστά του.

Είχε ξεχάσει της ξυλειές, ως και την φοβέραν. Την επαύριον ανεύρε τα κλοπιμαία η Μαλαμμώ. Ότ' είχε βασιλέψ' ο ήλιος. Κατεβαίναμε τo στενό καλδερίμι, τον κατήφορο. Την στιγμή που περνούσα, άκουσα να πέση μια παροιμία απ' το στόμα της. — Τρεις όπ' σ' έχω, άντρα, και τρεις όπ' μ' έχεις έξη· και τρεις του παιδιού, εννιά...

Κι' όμως τώρα που βράδυασε δεν ξέρω γιατί όλα στον κόσμο συλλογίζονται την αιτία τωνγιατί το σκοτάδι απλώνεται σαν ένα μεγάλο νόημα... Κι' όμως τώρα που σκοτείνιασε τα πλάσματα συλλογίζονται το νόημα τούτο, που το είχανε ξεχάσει το πρωί σήμερα με τον ήλιο, σήμερα με της χαρές, και πάλι θα το ξεχάσουν αύριο με τον ήλιο, αύριο με της χαρές... Α ζωή ασυλλόγιστη που είσαι! Α ζωή!

Δε το είχα συλλογιστή αυτό... Μου φαίνεται πάντα πως είμαι ακόμα στις καλόγριες, που όλη μέρα άλλο τίποτε δεν έκανα από παιχνίδι. Εκεί, γιαγιά μου, είχα ξεχάσει πια ολότελα το σπίτι μας. Δε συλλογιζόμουνα τίποτα, τίποτα. Τώρα έρχουνται ώρες που ξεχάνω πως έχουμε πένθος, που λησμονώ ολότελα πώς είχα μια τόσο καλή μητερούλα, καθώς μου λέτε, που την έχασα. ΓΙΑΓΙΑ Α! αυτό είναι κακό.

Πιστεύω και τούτο, πως μια ιδέα, άμα καταφέρει ένας ή πολλοί να τη βάλουν στο κεφάλι ενός έθνους, όχι μόνο δύσκολα βγαίνει, αλλά όσο υπάρχει, μπορεί να σπρώξει το έθνος, να αναποδογυρίσει βουνά, και τα δικά του τα συμφέροντα το κάθε άτομο για καιρό να τα ξεχάσει.