United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' εάν ως δείγμα ευγνωμοσύνης μου ζητήσης να νυμφευθώ, προτιμώ να με οδηγήσης εις την θάλασσαν, και εκεί όπου μ' έσωσες να πνιγώ εμπρός σου προς εξόφλησιν και απόσβεσιν του προς σε χρέους μου.

Ως και του χωρισμού τον καημό μέσα μου θα τον πνίγω να μην κακοκαρδίζω τον άντρα μου. Δέσπω. Όχι, τίποτας, παιδί μου, τίποτας να μην κρύβης. Τούκρυψες μια καρφοβελώνα; Μια και να το μυριστή, είνε καλός του σπιτιού τα θεμέλια να ρίξη για να τη βρη. Για όνομα Θεού, κόρη μου, τίποτας να μην κρύβης από τον άντρα σου. Τον έχασες, μια και το νοιώση πως έχεις κρυφούς καημούς.

Τέτοιαν ώρα να σου ανοίξω εγώ πόρτα; Μην τα έχεις χαμένα; — Θα μου ανοίξης, είπεν ισχυρογνωμόνως ο ψευδής Μάχτος. — Εγώ; Μην είσαι τρελλός; Και πού θα πας; — Φέρε τα κλειδιά, γέρο, και μη μου κάνης το δύσκολο. — Εγώ κλειδιά; Τέτοιαν ώραν μεσάνυκτα! — Εχάθης, σ' εσκότωσα, δος μου τα κλειδιά γρήγορα. Αν φωνάξης, σε πνίγω.

Για δυστυχία τους, είχαν ξεχάσει να σηκώσουν στο κατάστρωμα τη βάρκα που είχε δεθή στην πρύμη κ' έσκιζε τη θάλασσα. Ένα μεγάλο κύμα την ξεκόβει από το καράβι και την πέρνει μακρυά. Η Ιζόλδη φωνάζει: «Αλλοίμονο! Δυστυχισμένη εγώ! Ο Θεός δε θέλει να ζήσω αρκετά για να ιδώ τον Τριστάνο, το φίλο μου, μια φορά ακόμη, μοναχά μια φορά. Θέλει να πνιγώ σ' αυτή την θάλασσα.

Ω πλούτε, σ' αποστρέφομαι. . . γιατί λοιπόν να κλαίω; γιατί 'στα ξένα έρημος τους πόνους μου να πνίγω; γιατί εις την ατμόσφαιραν των χοίρων ν' αναπνέω; αφού κι' η Βέρα έφυγε, κι' εγώ λοιπόν ας φύγω. Εκεί εις τας Αθήνας μου θα εύρω την γαλήνην, ας ρίξω πέτρα 'πίσω μου χωρίς αναβολήν . . . είπα και του εμπόρου μου την σκέψιν μου εκείνην, κι' εκείνος μ' ενθουσιασμόν την ήκουσε πολύν.

Βάλε μένα κάτω, και τρέχα συ με τη μάννα, και μη φοβάσαι. Πρώτη φορά δεν είναι που εγώ βρέθηκα μες στα νύχια τους. Βάλε με κάτω, σου λέω· ακούς; μ' αφίνεις κάτω, ή σου σφίγγω το λαιμό και σε πνίγω. — Πνίξε με, να γλυτώσης· μουρμουρίζ' η Μαριώ. — Τρέχα λοιπόν, ίσια στη θάλασσα. Βάρκα δεν έμεινε, έφυγαν όλες και πάνε. Ίσια στο γιαλό, και μας πιάσανε. Σκλάβα θα σε πάρουν, καημένη, κι αλλοίμονό σου!

Εν ριπή οφθαλμού το σχήμα του κελλίου έγεινε ρόμβος. Αλλ' η μεταμόρφωσις δεν θα σταματούσεν εκεί. Δεν είχα ούτε την επιθυμίαν, ούτε την ελπίδα να την σταματήσω εκεί. Θα επροτίμων να κολλήσω το στήθος μου εις τους πυρωμένους αυτούς τοίχους και να τους χρησιμοποιήσω ως ένδυμα αιωνίας ειρήνης. «Ο θάνατος», εκραύγασα, «όλοι οι θάνατοι μαζί, αλλ' όχι να πνιγώ στο πηγάδι». Τρέλλα!

Τότε η θλίψις μου εστάθη τόσον σφοδρά, που υπερέβαινε κάθε όρον, στοχαζόμενος τον χαμόν της ωραίας Δαρδανές, και ήμουν τόσον απαρηγόρητος, που έκανα λογαριασμόν να ξαναπέσω να πνιγώ διά να της κάμω συντροφιά· έκλαιγα με πικρότατα δάκρυα, και δεν είχα παρηγοριά.

Ωχ! τι τρέλλα μ' είχε πιάση! το μυαλό πώς είχα χάση, που για τον Σωκράτην είχα τους θεούς αποστραφή. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ — Ο Α' ΜΑΘΗΤΗΣ — Ο Β' ΜΑΘΗΤΗΣ και μετά μικρόν ΣΩΚΡΑΤΗΣ και ΧΑΙΡΕΦΩΝ Δουλειά σου είναι τώρα. ω δαδί! φωτιά να βγάνης! Ο Α' ΜΑΘΗΤΗΣ Άνθρωπε! αυτού τι κάνεις; Ο Β' ΜΑΘΗΤΗΣ Καταστρέφεις! καταστρέφεις! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ω! κακόμοιρος που ήμουν! αχ! ο δόλιος θα πνιγώ!

Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Πρέπει εξ ανάγκης να ήταν εις θέσιν προσβολής του εαυτού της, — διαφορετικά δεν γίνεται· διότι ιδού πώς στέκει το πράγμα· αν εγώ 'ξάργου πηγαίνω να πνιγώ, τούτο αποδείχνει μίαν πράξιν, και η πράξις έχει κλάδους τρεις· πράξιν, ενέργειαν, εκτέλεσιν· αραγούν αυτή 'ξάργου επήγε να πνιγή. Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Καλά, μόν' άκουσε, αγαθέ μου σκαφτιά.