United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαντάζεται η καλή μήτηρ ότι του είδους αυτού οι νυμφίοι ψαρεύονται ευκόλως όπου συνάζεται ο καλός κόσμος, και ότι δέλεαρ άπταιστον και ασφαλές είνε οι καλοί τρόποι. Τι δε εννοεί καλούς τρόπους μανθάνει τις ευκόλως, παρατηρών επί τινας στιγμάς το ήθος της κόρης και την αναβολήν αυτής, ακούων τους λόγους της οίτινες οφθονούσι, και παρακολουθών τα βλέμματά της τα αεικίνητα.

Ω πλούτε, σ' αποστρέφομαι. . . γιατί λοιπόν να κλαίω; γιατί 'στα ξένα έρημος τους πόνους μου να πνίγω; γιατί εις την ατμόσφαιραν των χοίρων ν' αναπνέω; αφού κι' η Βέρα έφυγε, κι' εγώ λοιπόν ας φύγω. Εκεί εις τας Αθήνας μου θα εύρω την γαλήνην, ας ρίξω πέτρα 'πίσω μου χωρίς αναβολήν . . . είπα και του εμπόρου μου την σκέψιν μου εκείνην, κι' εκείνος μ' ενθουσιασμόν την ήκουσε πολύν.

Αλλ' είσαι, υπερήφανος και φαίνεσαι ανδρείος και μαρτυρούν ευγένειαν οι τρόποι σου κ' η γλώσσα Δεν καταδέχομαι λοιπόν αναβολήν να φέρω, κι' ας έχω το δικαίωμα την τάξιν ν' απαιτήσω . 'Σ το πρόσωπόν σου την πετώ την λέξιν προδοσία, και να στραφήτο στήθος σου τ' αναίσχυντόν σου ψεύδος! Τα λόγια σου επάνω μου γλιστρούν και δεν μ' εγγίζουν.

Τα έθιμα και οι λόγοι, δι' ων ο Σαϊτονικολής εδικαιολόγει την αναβολήν του γάμου δι' έν έτος και ίσως περισσότερον, δεν είχον, κατά την κρίσιν αυτού, καμμίαν πραγματικήν αξίαν. Ήτo τάχα ανάγκη να έχη κατοικίαν ιδιαιτέραν, αφού μ' εκείνην που ηγάπα ηδύνατο να ζήση και εις σπήλαιον και εις το ύπαιθρον ακόμη ευτυχής; Με το Πηγιό και αχυρώνας θα του εφαίνετο παλάτι. Η ευτυχία του ήτο πολύ καλόβολη.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αλλά δεν σκέπτεσαι ότι ο Αχιλλεύς, βλέπων την αναβολήν ταύτην του γάμου, θα εξοργισθή κατά σου και κατά της γυναικός σου ; Μήπως δεν είναι και τούτο κακόν ; Τι λέγεις δι’ αυτό ; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ο Αχιλλεύς ουδέν γνωρίζει περί τοιούτου γάμου. Μόνον το όνομά του, ουχί δε και αυτός, μετέχει τούτων.

Ο έτερος ήτο ανήρ εξηκοντούτης, λίαν σοβαρός το ήθος και κόσμιος την αναβολήν. Εκ πρώτης όψεως, αν και ήτο νυξ, το δε φέγγος της σελήνης μόλις κατέβαινε διά των πυκνών κλώνων των δένδρων εις τας δύο ταύτας μορφάς, εκ πρώτης όψεως ηδύνατό τις να νοήση την διαφοράν, την απόστασιν, το χάσμα, όπερ υπήρχε μεταξύ των δύο τούτων ανδρών.

Μόλις προέβη ολίγα βήματα, και ιδού δύο άγνωστοι άνθρωποι παρουσιάζονται ενώπιόν του και του κόπτουσι τον δρόμον. Εφόρουν ασυνήθη αναβολήν, και το ήθος των εφαίνετο όχι πολύ άγριον, αλλ' οπωσούν αλλόκοτον. Ο βοσκός δεν εφοβήθη, εξεπλάγη μόνον. Ο μικρός σκύλαξ, προπηδήσας εις υπάντησίν των, τους υπεδέχθη με οργίλους υλακάς.

Η κοσμοκαλογραία, τρικλίζουσα από την νηστείαν, βιαζομένη δε να ετοιμασθή, ως καλογραία οπού ήτο, διά την Ανάστασιν, δεν είχε καρδίαν ν' αρχίση μακράν ίσως εξομολόγησιν· ευχαριστήθη από την αναβολήν και απήλθεν επιλέγουσα και αυτή με προθυμίαν: — Τα Λαμπρόγιορτα τα λέμε, τα Λαμπρόγιορτα. Εβράδυασε πλέον.

Προ πάντων ό,τι αποφασίσετε, πράξατέ το μόλις αρχίση η άνοιξις, χωρίς αναβολήν διότι, ολίγος χρόνος αρκεί εις τους εχθρούς μας, δια να εύρουν επικουρίας εν τη Σικελία· όσον αφορά εις τας επικουρίας της Πελοποννήσου, ναι μεν αυταί θα έλθουν βραδύτερον, αλλά, εάν δεν προσέχετε, τινές μεν θα σας διαφύγουν, ως και πρότερον, τινές δε θα σας προλάβουν».

Είχε κατέλθει μετά πολλά έτη, νοσταλγός εξ Αθηνών, όπου συνήθως διέτριβεν ασχολούμενος εις έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας. Ήτο υψηλός, υπερτριακοντούτης, με μαύρην κόμην και γένειον μελαμψόν, με αδρούς χαρακτήρας, πενιχρός την αναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων αλλοκότους ιδέας.