United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ό,τι κυρίως εξέπλησσε την φαντασίαν ήσαν, φευ! τα παραπετάσματα, άτινα εκάλυπτον καθ' ολοκληρίαν τα τεράστια εκείνα τείχη· το ύφασμα αυτών ήτο χρυσούν και βαρύτιμον λίαν, φέρον ακανονίστως μορφάς αλλοκότους, αι οποίαι ήλλασσον διαφόρους όψεις, αναλόγως του μέρους ένθα ίστατο ο παρατηρών.

Ο σεβάσμιος πρεσβύτης εθυμίασε τας εικόνας πρώτον, είτα τον δεξιόν ψάλτην, είτα τον αριστερόν, ακολούθως τους τρεις μοναχούς ή δοκίμους και τελευταίον τον Αγάλλον. Ο Αγάλλος υπέκλινε προς το θυμίαμα, είδε τους αλλοκότους ισχνούς και διαυγείς χαρακτήρας του σεβασμίου πρεσβύτου, κ' επίστευσε πλέον ότι επήγε ζωντανός εις τον Παράδεισον. Άλλως δεν ηδύνατο να εξηγήση το δράμα.

Αρχοντικά πράγματα φέρνεις εις το σπίτιείπεν η γραία θετή μητέρα του και τα αλλόκοτα αέτεια μάτια της ήστραψαν, εκίνησε τον ισχνόν λαιμόν της ακόμη ταχύτερον από άλλοτε με αλλοκότους στροφάς. «Είσαι ευτυχής, Ρούντυ, πρέπει να σε φιλήσω, γλυκό μου παλληκάριΚαι ο Ρούντυ εστάθη να τον φιλήση, αλλά ήτο γραμμένον εις το πρόσωπόν του, ότι υπέκυπτεν εις δυσχερείας, εις μικρά οικογενειακά βάσανα.

Ενίοτε δε να κατασκευάζης και ο ίδιος νέας και αλλοκότους λέξεις και νομοθέτει να λέγεται ο δεινός εις την απαγγελίαν εύλεξις, ο συνετός σοφόνους, ο ορχηστής χειρόσοφος.

Εκείνος λοιπόν, τον οποίον ανέφερα, περιέγραψε και τραύματα λίαν παράδοξα και θανάτους αλλοκότους, ως λ.χ. ότι κάποιος πληγωθείς εις τον μεγάλον δάχτυλον του ποδός αμέσως απέθανε και ότι μόνον διότι εφώναξεν ο στρατηγός Πρίσκος είκοσι επτά εκ των εχθρών απέθαναν. Ακόμη δε και εις τον αριθμόν των νεκρών και παρά τας επισήμους εκθέσεις εψεύσθη.

Είναι μία από τας αλλοκότους εκείνας ιδιοτροπίας, τας οποίας η λύπη αποσπά εκ της ψυχής. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Και συ ωσαύτως είσαι πιστός. Επεθύμουν να μου ήτο δυνατόν να μεταμορφωθώ εις τόσους, όσοι είσθε σεις, και όλοι ομού συσσωματωμένοι ν' αποτελέσετε ένα Αντώνιον, ώστε να δυνηθώ να σας αποδώσω τας προς εμέ καλάς υπηρεσίας σας. ΥΠΗΡΕΤΑΙ. Θεός φυλάξοι!

Αλλ' ίνα μη έρημος ο κόσμος καταντήση, ίνα μη αι γυναίκες τρέξωσι αθρόαι εις τα κοινόβια διεσπείραμεν αλλοκότους περί του βίου ημών φήμας, ότι διανυκτερεύομεν γονυπετείς, επί ψυχρών μαρμάρων, ποτίζομεν ράβδους μέχρις ου ανθίσωσι, κοιμώμεθα επί στάκτης και μαστιγούμεν το σώμα ανηλεώς.

Τοιαύτα τινα εφιλοσόφουν κατ' εμαυτήν, ακούουσα περί εμέ τας αλλοκότους ταύτας φράσεις: — Αγοράζω με δεκαπέντε, το ένα εμπρός, παραδοτέα την πρώτην. — Πουλώ τέσσαρα κομματάκια με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός. — Πουλώ δέκα εις τα δεκαπέντε και μισό, μετά το χρηματιστήριον. — Αγοράζω με δεκαπέντε και μισό, το ήμισυ εμπρός δι' αύριον. — Αγοράζω με δεκατέσσαρα πενήντα κομμάτια υποχρεωτικά.

Εγώ θα σου το ειπώ, μιμούμενος εκείνον με τον ίδιον τρόπον, καθώς προ ολίγου, διά να μη λέγω λέξεις προς σε, οποίας εκείνος θα ειπή προς εμέ, βαρείας και αλλόκοτους. Δηλαδή θα ειπή, σε βεβαιώ· Ειπέ μου, Σωκράτη μου, νομίζεις ότι είναι άδικον να δαρθής εσύ, ο οποίος, αφού μας έψαλλες τόσην ώραν τον αναβαλλόμενον, τόσον πολύ παρεφώνησες από το ζήτημά μας; Πώς δηλαδή; θα του ειπώ εγώ.

Μπαίνουν σωρηδόν, και ομιλώ με μερικούς γνωρίμους μου, οι οποίοι όλοι είναι πολύ λακωνικοί. Εσκεπτόμουνκαι επρόσεχα μόνον εις την Β . . . μου. Ηξεύρετε, είπε τους αλλόκοτους τύπους μας· η συντροφιά είναι δυσαρεστημένη, καθώς παρατηρώ, που σας βλέπει εδώ.