United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του έλεγε τας περιπετείας και τα μεγαλουργήματα του Γένους· του ωμίλει μετά προφητικής πεποιθήσεως περί του τελευταίου βασιλέως, ο οποίος κοιμάται εις το σπήλαιόν του με το σπαθί ακόμη εις το χέρι και θα εξυπνήση με το πλήρωμα του χρόνου να καθήση πάλιν επί του μυριοδοξασμένου θρόνου του.

Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το πλήρωμα μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν μα ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια.

Πίσω την αίθουσάν του ωσάν ένα μικρόν ναΐσκον είχε στολισμένην· και το καντηλάκι του έκαιεν ακοίμητον προ των αγίων Εικόνων. Ένας πονηρός μάγειρός του εβεβαίωσεν ότι, αφ' ότου απέθανεν η κυρά Καπετάνισσα, μία χαριτωμένη αρχόντισσα, κρυφά από το πλήρωμα εφορούσε καλογηρικόν σκούφον πίσω εις την πρύμνην κατά την ώραν της προσευχής του, τα μεσάνυκτα.

Ιδού ήδη η πόλις της υπερηφανείας, της κακίας, της ακολασίας και της κοσμοκρατορίας εγίνετο πόλις του Χριστού. Αλλ' ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και διά τον Πέτρον και τον Παύλον. Συνελήφθησαν αμφότεροι και ωδηγήθησαν εις την φυλακήν. Ο Καίσαρ απουσίαζε τότε εκ Ρώμης, η δε εξουσία ήτο ανατεθειμένη εις δύο απελευθέρους του.

Ούτω την 2 Δεκεμβρίου 1868, ενώ η «Ένωσις» επέστρεφεν εις Σύρον και απείχε δέκα μίλλια, διέκρινε τρία πλοία, μίαν φρεγάταν και δύο εύδρομα, ακριβώς απέναντι της θέσεως Δελαγράτσια, πλέοντα χωρίς σημαίαν προς το Ασπρονήσι, σημείον κατευθύνσεως της «Ενώσεως». Ο Σουρμελής τα εξέλαβε κατ' αρχάς ως γαλλικά, αλλ' όταν επλησίασεν εις απόστασιν τεσσάρων μιλλίων, διέκρινεν ότι ήσαν τουρκικά και μεταξύ αυτών το «Ιζεδίν». Η «Ένωσις» ενέτεινεν όλας τας δυνάμεις του ατμού της και συγχρόνως το πλήρωμά της ετοιμάσθη προς μάχην.

Ήξευρεν ο καπετάν-Φαφάνας ότι ο καπετάν-Φώκας ήτο μεγαλοπρεπής εις τα τοιαύτα, διατρέφων πλουσίως το πλήρωμά του. Τότε ο Γιάννης ο Μπύρρος ενθουσιασθείς από την απροσδόκητον εμφάνισιν του καπετάν-Φαφάνα, όστις θα του έψαλλε το «Χριστός γεννάται», ενθυμήθη ότι είχεν από την Σικελίαν μίαν βαύκαλον κονιάκ.

Ικέτευσαν προ πάντων τα πλήρωμα της Παράλου, το οποίον απετελείτο μόνον από Αθηναίους ελευθέρους, οι οποίοι πάντοτε ανθίσταντο εις την ολιγαρχίαν και πριν ακόμη εγκατασταθή αύτη· οσάκις δε ο Λέων και ο Διομέδων έκαμναν εκδρομάς, τους άφηναν πλοίά τινα, διά να τους φυλάττουν.

Εκείνοι τω είπον ότι ο βασιλεύς έτρωγεν άρτον, τω εξήγησαν την φύσιν του σίτου και προσέθηκαν ότι εις την Περσίαν το μακρότατον πλήρωμα της ζωής του ανθρώπου είναι έτη ογδοήκοντα. «Δεν εκπλήττομαι λοιπόν, είπεν ο Αιθίοψ, εάν τοιαύτην τρώγοντες κόπρον ζώσι τόσον ολίγα έτη· αλλ' ούτε τόσα δεν θα έζων, εάν δεν τους εκράτει το ποτόν εκείνοΤαύτα λέγων ενόει τον οίνον, και ως προς τα αντικείμενον τούτο συνεφώνει ότι οι Πέρσαι ήσαν ανώτεροι.

Από το πρωί ακόμα, την Παρασκευήν, σαν εκύτταξε την Σύνοψιν, επάνω εις την πρωινήν του προσευχήν, τον κατέλαβε μία βαθυτάτη μελαγχολία, όταν είδε πώς εξημέρωνε ψυχοσάββατον εις την ερημίαν εκείνην, τόσον, οπού ελησμόνησε να δώση εργασίαν εις το πλήρωμα. Και σαν να του κακοφάνη ολίγον του πλοιάρχου, όστις ήτο αγανακτισμένος και από τον καιρόν.

Κ' εύρισκε πάντα τον τρόπο, κατά την περίστασι να μικραίνη είτε να πλαταίνη την υπόθεσί του, χωρίς ποτέ να την αφίνη τέρας των άλλων και σύχαμα. Όλα τα ήθελε ισόμετρα, ξάστερα και αρμονικά. Και ήθελε μόνον να τον ακούη το πλήρωμα. Οι ναύτες τον ήξευραν καλά κ' εδιασκέδαζαν με τις αδυναμίες του.