United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν άλλες βάρκες στη θάλασσα, α — λά τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν κ' εκείνοι το θαύμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη φιλονεικία. — Όχι εγώ θα μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται κ' εκείνοι. Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.

Αλλά και να γυρίσω τόρα στο νησί, πάλι δεν θα ησυχάσω. Με κράζει η θάλασσα. Με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου εφάνηκαν και οι τέσσερες φρεγάδες αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθε έρχονταν; για πού επήγαιναν; ούτε άκουσε ούτ' έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήσαν βασιλικές φρεγάδες. Και οι τέσσερες, σου λέγει, το ίδιο είχαν χτίσιμο· χυτές πρύμηπλώρη. Και είχαν τις αρματωσές τους, βασιλικές κ' εκείνες.

Ευθύς ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνωνται στα ριζιμιά σπηλάδια. — Τις βάρκες, μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά. Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό και την ορμή του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ' ορθολίθι ν' αγναντέψουν τις φρεγάδες.

Εγώ είδα τα κόκκαλα κ' εγώ άκουσα για τις φρεγάδες τις βασιλικές. Από τα τόσα τέρατα μόνον εκείνες ηύραν την αθανασία! Αφού παράδειραν για χρόνια στ' ανοιχτά εκατέβηκαν σύγξυλες στους ξανθούς άμμους του βυθού. Η μία βρίσκεται στης Κρήτης τα νερά· η άλλη κάπου στη Ρόδο και οι άλλες δύο ανάμεσα στα Δωδεκάνησα.

Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι, είχαν το Άγιο Ευαγγέλιο· και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό, την Παναγιά που έλαμπεπροσκυνώ τη χάρι τηςσαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήσαν βασιλικές φρεγάδες, του δικού μας του βασιλιά που ώριζε στην Πόλη. Μόνον εκείνη τότε ήταν η κιβωτός της Χριστιανοσύνης.

Κάθε αυγή με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου, οι φρεγάδες αστραποβολούν, άγγελοι ασπροφόροι ανάμεσα στα γαλανά νερά. Τόρα ψυχή δεν έχουν· έρημες είνε από ναύτες και καπετάνιους. Όμως θα έρθη ώρα που ψυχή θα πάρουν και γοργόνες καστρορίχτισες θα σμίξουν και θα σύρουν πάλι στον δρόμο τους.

Και καθώς εχτυπούσεν ο ήλιος έβλεπες τις στεριές να χύνουν χίλιων λογιών χρώματα και τις καμαρωτές φρεγάδες ν' αστραποβολούν, άγγελοι ασπροφόροι ανάμεσα ουρανού και θάλασσας. Οι φρεγάδες είχαν απλωμένα όλα τα πανιά. Φλόκοι και κοντραφλόκοι, γάμπιες και παπαφίγγοι και παρουκέτα και τρίγγοι όλα ήσαν στη θέσι τους.

Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το πλήρωμα μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν μα ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια.

Μα πού φρεγάδες; Το κύμα που ερχόταν δυναμωμένο από του Τσιρίγου το στενό και ο άνεμος, άξιοι και οι δυο ναυτικοί, επόδισαν σύνωρα τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωσαν δρόμο στο ανοιχτό πέλαγο. Τότε οι καπετάνοι έπεσαν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν τόρα πως ήταν θέλημα θεού ν' απομείνουν πάνω στο έρημο και φοβερό ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί με τον καιρό τα εικοσιτέσσερα μοναστήρια.