United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ξημέρωνε, όχι, γιορτή, για να καλέσω μ' αυτή τους γύρωθε χριστιανούς στην εκκλησιά, κι όσοι θα την άκουσαν κείνη την ώρα, ποιος ξέρει τι θα να βάλαν με το νου τους, — αλλά μου ερχότουν έτσι καλά να την γροικάω να σημαίνη, οι ήχοι της κ' οι αντίλαλοί τους να σμίγουν με τους κελαϊδισμούς των πουλιών, με το μουρμούρι του λόγγου και με τα ξεφωνητά των ορνιθιών, σ' έναν αρμονικό ύμνο της Χρυσαυγής που πρόβαινε στο βουνό γλυκοθώρητη και ντροπαλή, σα νυφούλα.

Μα σαν του εστάθη αδύνατο τι συλλογίστηκε· να φέρη μπροστά στον Αχμέτ-αγά κεχαγιά δυο φανατικούς Τούρκους να πουν πως άκουσαν αυτοί με τ' αυτιά τους τες δυο τσιούπρες του κυρ Γοργόλη να λεν πώς θέλουν να γίνουν Τούρκισσες. Ο Κεχαγιάς έστειλε ίσια να φέρουν τες τσιούπρες στο μιντζιλίσι.

Η γυναίκες, που περίμεναν τους παράδες, σαν έφτασε ο ναύτης πήγαν να μάθουν και άκουσαν τη συφορά! Εμουρμούρισαν, φυσικά, γιατί η φτώχεια κάνει σκληρό τον άνθρωπο και ύποπτο. Ο καϋμένος ο ναύτης είπεν όλη την αλήθεια, μα δεν τον πίστεψαν.

Είπε, κι' εφτύς τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν είπε. 379 Και πήγε ο κράχτης το πουρνό στα μελανά καράβια, 381 κι' εκεί τους βρήκε σε βουλή, τους πολεμοψημένους Αργίτες, δίπλα στ' ακρινό του βασιλιά καράβι.

Ολοφάνερο, όσο τυφλός κι' αν είσαι, πως τώρα οι Τρώες μπλέξανε μες στου χαμού τα δίχτιαΕίπε, και ζητωκράβγασαν με μια φωνή οι Αργίτες, τι με καμάρι τ' άκουσαν τα λόγια του Διομήδη. Τότες του κράχτη τ' απαντάει ο βασιλιά Αγαμέμνος 405 «Νιδιέ, να! ακούς και μόνος σου των Αχαιών το λόγο, τι κραίνουν· να λοιπόν κι' εγώ τα ίδια αποφασίζω.

Όλοι για παιχνίδι την έπαιρναν τη βαθειά και την τρυφερή εκείνη την αγάπη! Έκαμαν το σταυρό τους σαν άκουσαν την είδηση, κ' η μάννα μου, κ' η Αννούλα. Έκαμαν το σταυρό τους, και σύχασαν. Άμα είταν άγιος στη μέση, λόγος δεν έπεφτε κανενός. ...Σιγά σιγά ξανάρχισαν πάλι την ομιλία.

Εβάδισαν, έτσι ντυμένοι σα σε λιτανεία κι άκουσαν ένα λόγο πολύ παθητικό, ακολουθημένον από μιαν ωραία ψαλμουδιά με ίσα. Ενώ ετραγουδούσαν μαστίγωναν τον Αγαθούλη στον πισινό με ρυθμό· το Βισκαϊανό και τους δύο Πορτογάλους, που δε θελήσανε να φάνε λίπος, τους κόψανε και τον Παγγλώση τον κρεμάσανε, αν και αυτό δεν ήτανε συνήθεια. Την ίδια μέρα έγινε νέος σεισμός με τρομαχτικούς κρότους.

Και οι δυο το ίδιο πράγμα σκεφτόντουσαν, τη φυγή της Λία, τον ερχομό του Τζατσίντο και έκπληκτες άκουσαν την Γκριζέντα να ψιθυρίζει: «Μα αφού εκείνοι που μένουν στις μεγάλες πόλεις θέλουν να έρθουν εδώ!» Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στην αυλή.

Έχοντας μικρή πλειονοψηφία, έπειτα και το Βασιλικό Επίτροπο μαζί του, ψηφίζει να παρασταθή ο Αθανάσιος μέσα στη Σύνοδο ολόρθος σαν ένοχος. Όξω φρενών οι πενήντα οι Επίσκοποι σαν άκουσαν τέτοια απόφαση. Και τόσο κακό έγινε, που αναγκαστήκανε να τη διακόψουν εκείνη τη συνεδρίαση. Δε δυσκολεύτηκε να νοιώση ο Αθανάσιος τι θα είναι το τέλος τέτοιας Επιτροπής.

Πραγματικώς δε οι ξαδέρφοι ήσαν κυνηγοί· και σαν άκουσαν πως μάρεσε το κυνήγι, μούπαν πως είχαν καλούς σκύλους κένα τουφέκι ελαφρό κατάλληλο για μένα να πηγαίνω μαζή των. Μια μέρα ξεκουραστήκαμε κέπειτα πήγαμε στην Καλυβιανή. Δυστυχώς δεν ήτο, φαίνεται, εποχή κατάλληλη για θαύματα. Οι προσκυνητές κοι άρρωστοι ήσαν λίγοι. Κήκουσα πολλές ιστορίες θαυμάτων, αλλά θαύμα δεν είδα.