United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και βγάζει απ' το κεφάλι εφτύς ο Έχτορας το κράνος και τ' απιθώνει χάμου εκεί καθώς λαμποκοπούσε, κι' όταν το γιο του φίλησε και χόρεψε στα χέρια, στο Δία κι' όλους τους θεούς δεήθηκε έτσι κι' είπε 475 «Περικαλώ σε, Δία μου, θεοί, περικαλώ σας, ας δώσει η χάρη σας κι' αφτός — ο γιος μουμες στους Τρώες όπως κι' εγώ να ξακουστεί, έτσι αντριωμένος πάντα κι' άξιος της Τροίας βασιλιάς.

Καιρό στεκότανε όρθιοςγιατί άμμο βρήκε εκεί βαθύως που τ' αλόγατά του τον κλώτσησαν και χάμου εκεί τον ξάπλωσαν στο χώμα, καθώς ο γιος του Νέστορα τα βάρεσε να τρέξουν, κι' έτσι τα πήγε ως στα γοργά των Αχαιών καράβια.

Και στην καλύβα του κοντά τον ήβρε και στο πλοίο σε στρώμα απάνου μαλακό, κι' ήταν σιμά του χάμου 75 η πλουμιστή του αρματωσάασπίδα, διο κοντάρια, περκεφαλαία αστραφτερήσιμά 'τανε κι' η ζώνη, όλη στολίδια, πούζωνε ο γέρος σα φορούσε τα χάλκινα άρματα να βγει στον πόλεμο, οδηγώντας τους λόχους, τι από γερατιά δεν ίδρωνε τ' αφτί του.

Τι και του Δρύα ακόμα ο γιος, ο δυνατός Λυκούργος, 130 δεν πρόκοψε που με θεούς ζητούσε να μαλώνει· που μια φορά του μανιακού Διονύσου τις βυζάχτρες στης Νύσας το πυκνό βουνό τις πήρε κηνηγώντας, κι' εκείνες χάμου τα δαδιά πετούσαν σαν τις χτύπαε με τη βουκέντρα.

Ήρθε ολότρεμη, δακρυσμένη, δεμένη η γλώσσα της, κ' έπεσε χάμου και στηθοδερνότανε σα μοιρολογίστρα. Μήτε λόγο η πλανταγμένη η Ασήμω. Σκυλοπνίγουνταν η ψυχή της μέσα σε λαβωμένης περηφάνειας φριχτή αγωνία. Μήτε φωνή, μήτ' αναστεναγμό δεν μπορούσε να βγάλη· παρ' αρπάζει τη μαγουλήκα της, το ρίχτει απάνω της, και πετιέται όξω.

»Ανάμεσ' από τους πυκνοφυτεμμένους γύρω κορμούς των δέντρων σαστισμένες οι νύμφες του ρουμανιού προσπερνούν βιαστικά με θορυβώδεις φωνές. »Και σάτυροι προβαίνουν μ' ελαφόδερμα ντυμένοι και στεφανωμένοι με κισσό. Και στις κεράτινες μορφές τους παράξενη ζωγραφίζεται λύπη. »Η Λαίλαψ ξαπλωμένη χάμου δείχνει με το λαχάνιασμά της τη γοργή περπατησιά του θανάτου.

Έτσι έρχουμαι στα πόδια σου να πέσω τώρα, αν θέλεις του γοργοπέθαντου μου γιου ασπίδα ναν του δώκεις, τσαπράζα, και τουσλούκια διο με τεριαστά θηλύκια, και κράνος· τι όσα αν είχε πριν, παν ο πιστός του βλάμης 460 τού τάχασε, κι' αφτός βογγάει με δίχως όπλα χάμουΤότε ο πιδέξος απαντάει και ξακουστός τεχνίτης «Έννια σου, Θέτη· συλλογή αφτό μην τόχει ο νους σου.

Πρώτος οχτρό ο Αντίλοχος χαλκόπλιστο σκοτώνει, το Χέπωλο, ένα απ' τα καλά των Τρώων παλικάρια· αφτόνε πρώτος βάρεσε στου φουντερού του κράνους τη λάμα ομπρός, και τούμπηξε στο κούτελο του τ' όπλο, 460 κι' ως μέσα η μύτη χώθηκε το κόκκαλο περνώντας, και του σκοτείνιασε το φως· σαν πύργος τότες χάμου γκρεμίστη ο νιος μες στην καρδιά της λυσσασμένης μάχης.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Οπίσω δεν τον φέρνεις, κ' αισθάνεσαι πλειότερον την λύπην του χαμού του. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αισθάνομαι πως μ' έλειψεν ο φίλος μου, και κλαίω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Δεν κλαίεις τόσον κόρη μου, τον θάνατον εκείνου, όσον που ζη ο μιαρός, που 'πήρε την ζωήν του. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ποιος είν' αυτός ο μιαρός; ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ο μιαρός Ρωμαίος.

Κυρία, είπε ο Αγαθούλης, θ' απαντήσω, όπως σας αρέσει. — Το πάθος σας γι' αυτήν άρχισε, όταν εσηκώσατε από χάμου το μαντήλι της· επιθυμώ να μου σηκώσετε την καλτσοδέττα. — Μ' όλη μου την καρδιά, είπε ο Αγαθούλης. Και τήνε σήκωσε. — Αλλ' επιθυμώ να μου την ξαναβάλετε στην θέση της, είπε η κυρία. Κι' ο Αγαθούλης την ξανάβαλε. — Βλέπετε, είπε η κυρία, είστε ξένος!